Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Νο 187 (ωδές και ουρλιαχτά)



Τι φαντάζεσαι; επειδή σε βοηθώ με γνώσεις, δεν σε ποθώ;
από το φεγγάρι σου γράφω, σου δείχνω  πλήκτρα,
συνδυασμούς που αλυσοδένουν πάθη και ηδονή,
και
ο άνεμος του κορμιού σου, ευωδιαστός με φυλακίζει στους
πόρους των προσδοκιών μου, θεέ μου, η μυρωδιά σου,
θέλω με την αναπνοή μου να σε ακουμπήσω, να ψηλαφήσω
τις ανάγκες σου,  ξέρεις…., το υποψιάζεσαι.....,

τα μαλλιά σου στοιχειώνουν τα ρίγη μου, ανεπαίσθητα στρίβεις   
και το  μονοπάτι μου ανοίγεις :ταξίδι  ανείπωτων επιθυμιών
σε αιώνιες στιγμές, τρεμάμενα όργια, σφυροκόπημα των φλεβών,  
και με ξαναφέρνεις στο παρόν με τα σάβανα κοινοτυπιών,

θέλεις…., είμαι σίγουρος γι αυτό, με κοιτάς και χάνομαι σε
απόμακρους κόσμους, παλεύω με την επιθυμία, δράκους
βροντερούς σκοτώνω για να είμαι ό ήρωας σου, στους κρατήρες
των ματιών σου καίγομαι,  πίδακες φωτιάς η επιθυμία μου,

με λειώνεις  και με ξανά λειώνεις στο άπειρο και με το
γέλιο σου με ξαναζωντανεύεις κι όταν το ταξίδι αρχίζω, εσύ
με χάρη το διαπλέκεις, είσαι η πύλη για  εραστές του φεγγαριού,
που ατενίζουν την αυγή με τα κορμιά γαλήνια, ξεψυχισμένα,
φαντάζομαι, στη κορυφή του κάστρου μας  τα άστρα για
μας το φως να διαφεντεύουν, ουράνια τόξα να δημιουργούν
και να μας  χορεύουν στα αλώνια του κόκκινου πλανήτη μου,

με σκουντάς και ξανάρχομαι, ήταν μια μόνο στιγμή, εκούσια,
ύποπτα με κοιτάς , είναι η λάμψη της επιθυμίας σου, ακαριαία,
αρχέτυπο  χαραγμένο στους  οβελίσκους  αρχαίων  επιθυμιών,
είμαι έτοιμος να σου το πω, τις πιθανότητες ψηλαφώ  με
του γέλιου σου την ένταση,  άτσαλα σου δείχνω αυτό που

μου ζητάς,
το μυαλό χαμένο έχει γαντζωθεί στις λεπτομέρειες
της ηδονής,


ω μεγάλε θεέ των γαλαξιών,

πως μπορώ τα μάτια να θυσιάσω στους ομόκεντρους
που σκιαγραφούν τις θηλές  της, πως μπορώ να μη γευτώ
την ένταση τους  όταν σκληραίνουν από την αναμενόμενη αφή,  
τυράννησε με, με τη φωνή της δώσε μου χαστούκια
στο γυμνό δάσος για να μη χαθώ,

τρελαίνομαι, νομίζω πως,
τα σώματά μας φωτογραφίζω
σε στάσεις ελέους να εκλιπαρούν το τέλειωμα  της ηδονής 
με αναστεναγμούς πάθους μπλεγμένα  με τον ιδρώτα της εσοχής,

πες μου, τη ψυχή μου θέλεις;  στη δίνω δωρεάν, πάρε την,
μόνο να αγγίξω τα χείλη της σου ζητώ, με την αναπνοή,
και ν’ ακούσω από το στόμα της βραχνά να με ποθεί.
 
Γελά σιγανά, τα μάτια της  χάνδρες μαγεμένες  με κοιτούν,
εισακούστηκα φαίνεται από το γαλαξιακό θεό, την αναπνοή
της στα χείλη μου την αισθάνομαι, καυτή, ερεθιστική.

AlexMil



Δεν υπάρχουν σχόλια: