Με αργές κινήσεις στους ήχους του μπλουζ,
εκεί στο μπαρ του ντοκ 4 στο δυτικό λιμάνι,
το κορμί σου μέσα στο μαύρο κολάν ερέθιζες,
με κοιτούσες με μάτια λαμπερά και γέλαγες,
βραχνή φωνή από εκκρίσεις ηδονής
σαν να ζητούσες, υγρά να ρουφηχτούν, να σμίξουνε.
Κάτω από το αράχνινο μπλουζάκι σου,
υπόγειοι κόσμοι οι ρώγες σου,
καυτές αιχμές τη λάβα τους να χύσουνε,
προκλητικές, αυθάδεις υποσχέσεις
στης γλώσσας τα τρυφερά αγγίσματα,
αρχαϊκή, παράξενη η αφή της σάρκας σου
στη μυρωδάτες φαντασιώσεις μου.
Με παραισθήσεις του ποτού ερωτικές,
στη γωνιά του μπαρ τον ιδρώτα σου έγλυψα,
τη καυλωμένη σου αναπνοή ένοιωσα,
σαν δαιμονικό στο δέρμα μου άγγισμα,
στις ρουφηξιές του στριφτού σου χάθηκα
και την εκπνοή σου στα σωθικά μου ήθελα,
ερωτικές εκμυστηρεύσεις ανείπωτων στάσεων,
στη μαύρη σου σχισμή με βύθισαν.
Υποσχέθηκες και στη πίστα ξαναγύρισες,
τα ανθρωπόμορφα σε περιτριγύρισαν,
κόκκινα μάτια εωσφόροι φαλλικοί σε άναψαν,
υγρά τους χύθηκαν σε στοιχειωμένες σταγόνες
που στο κορμί σου τιναζόντουσαν,
τρελαμένες διεγέρσεις που σε ξεγύμνωναν,
αισθανόσουν γυμνή και το έδειχνες,
σαν δαιμονισμένη με σάτυρους να σε υμνούν,
στα βρομόλογά τους ανταποκρινόσουνα.
Λαίμαργες οι φαντασιώσεις μου, σερνόντουσαν
πονηρά, πρόστυχα στις στοές του πόθου σου,
μεταλλαγμένες από αλχημικά σπέρματα
σε αποφύσεις παράδοξες, υπερφυσικές,
που απομυζούσαν την ερεθισμένη αύρα σου,
σαν σχέση εφήμερη σε ξεπεσμένο hotel
μιας επαναστατημένης νύκτας περιθωριακής,
χωρίς όρια πόνου, ηδονής και ηθικής.
Την αναπνοή σου με χείλια μισάνοικτα,
όπως υποσχέθηκες ρούφηξα, μου δόθηκες,
και απορημένη λίγο μετά σαν να ψιθύρισες,
πως γίνεται αυτό, να μοιάζεις σαν να ζεις,
έχοντας πουλήσει το θεό στο διάβολο;
πως γίνεται την ηδονή να αναζητάς
στο λυκόφως των αιμάτινων δακρύων
και δίστιχα ν’ απαγγέλεις ερωτικά;
Τι να της πω; για την υδατογραφία της,
που βυθισμένη στο παρελθόν διαλύθηκε;
για το πάθος που ο λαβύρινθος της αδιαφορίας
διαίρεσε σε αμέτρητα λεπιδόμορφα κομμάτια;
για τις αλχημείες του χρόνου στη πυραμίδα της ζωής,
που τη νιότη σε κρύπτη να γερνά φυλάκισε,
τιμωρώντας την αγάπη που τον αμφισβήτησε;
Δεν απάντησα, μόνο τα μάτια θάμπωσαν,
το βρώμικο αέρα έξω στην αποβάθρα ρούφηξα,
και οι σκιές στο βάθος και πάλι εμφανίστηκαν,
της ψυχής μου οι φόβοι για κόμη μια φορά πλησίαζαν.
ΑlexMil Νοέμβριος 2009