Πόσο τη γουστάρω,
φοράει το τίποτα
και με μάτια λιγούρικα,
με κοιτάζει ξετσίπωτα,
κουνιέται πέρα δώθε
με μοντελέ κουνήματα,
ρουφώντας λαίμαργα
σε ενσταντανέ βρώμικα,
το καπιτονέ βάρβαρο,
ένα μάνατζερ,
με καμπριολέ σαράβαλο.
Το ξέρω,
είμαι τέλειος,
αποζάριστος και ανέμελος,
ένας κλοσάρ,
σαν παπάς παίδαρος,
αναμμένος και πρόθυμος
από εξομολογήσεις ένοχος,
με σέξι μετρητά,
από πωλήσεις νόμιμες,
λιγούρης για ηθικές,
αλλά μπαρόβιες γκόμενες.
Το μαλλί τινάζω ατίθασα,
τα φυλλάδια που μοίραζα,
πριν λίγο τελείωσα,
και με το κολλητό
το Ζάχο το ξανθό,
χαριτόβρυτο και κουνιστό,
στο μπαρ,
με τα φούξια τα καρέ
βρεθήκαμε.
Την είδα,
και τις σάχλες άρχισα,
μάγκικα ρούφηξα,
φιλήδονα ξύστηκα
και με στυλ ειδήμονα,
τη πλησίασα.
Το παπάρα,
με μια κλωτσιά ξαπόστειλε,
στου Ζάχου την αγκαλιά τον έστειλε,
με άρπαξε από τα μαλλιά
και με γονάτισε,
με λύτρωσε,
το στερημένο μου μάτι,
το τρέλανε,
σηκώθηκα,
και ακομπλεξάριστα,
τσιφτετέλι
με ροκαμπιλιές της χόρεψα.
Την άρπαξα,
το ανατομικό μου αγκάλιασμα
τη πόνεσε,
η βλαμμένη μου ματιά,
από το πάθος που άναψε
την ερέθισε,
με σικ το στριγκάκι μου έπιασε
και κατατρόμαξε,
τον ήθελε,
και σαν ξετσίπωτη βαμπ,
αμπαλάζ μ’ έκανε
και στη καρότσα του αγροτικού
με πέταξε.
Με αποτρίχωση ριζική
μ’ ερέθισε,
αφού πρώτα,
χειροπέδες με πέρασε,
δωρητή σώματος
μ’ έκανε
καθώς μ’ έγλειφε,
και όταν τέλειωσε,
το παπάρα από μέσα φώναξε,
με γονάτισε,
με λιμπεράτσε τεχνική
με λάδωσε,
και αλύπητα με πέθανε
AlexMil Οκτώβριος 2009
φοράει το τίποτα
και με μάτια λιγούρικα,
με κοιτάζει ξετσίπωτα,
κουνιέται πέρα δώθε
με μοντελέ κουνήματα,
ρουφώντας λαίμαργα
σε ενσταντανέ βρώμικα,
το καπιτονέ βάρβαρο,
ένα μάνατζερ,
με καμπριολέ σαράβαλο.
Το ξέρω,
είμαι τέλειος,
αποζάριστος και ανέμελος,
ένας κλοσάρ,
σαν παπάς παίδαρος,
αναμμένος και πρόθυμος
από εξομολογήσεις ένοχος,
με σέξι μετρητά,
από πωλήσεις νόμιμες,
λιγούρης για ηθικές,
αλλά μπαρόβιες γκόμενες.
Το μαλλί τινάζω ατίθασα,
τα φυλλάδια που μοίραζα,
πριν λίγο τελείωσα,
και με το κολλητό
το Ζάχο το ξανθό,
χαριτόβρυτο και κουνιστό,
στο μπαρ,
με τα φούξια τα καρέ
βρεθήκαμε.
Την είδα,
και τις σάχλες άρχισα,
μάγκικα ρούφηξα,
φιλήδονα ξύστηκα
και με στυλ ειδήμονα,
τη πλησίασα.
Το παπάρα,
με μια κλωτσιά ξαπόστειλε,
στου Ζάχου την αγκαλιά τον έστειλε,
με άρπαξε από τα μαλλιά
και με γονάτισε,
με λύτρωσε,
το στερημένο μου μάτι,
το τρέλανε,
σηκώθηκα,
και ακομπλεξάριστα,
τσιφτετέλι
με ροκαμπιλιές της χόρεψα.
Την άρπαξα,
το ανατομικό μου αγκάλιασμα
τη πόνεσε,
η βλαμμένη μου ματιά,
από το πάθος που άναψε
την ερέθισε,
με σικ το στριγκάκι μου έπιασε
και κατατρόμαξε,
τον ήθελε,
και σαν ξετσίπωτη βαμπ,
αμπαλάζ μ’ έκανε
και στη καρότσα του αγροτικού
με πέταξε.
Με αποτρίχωση ριζική
μ’ ερέθισε,
αφού πρώτα,
χειροπέδες με πέρασε,
δωρητή σώματος
μ’ έκανε
καθώς μ’ έγλειφε,
και όταν τέλειωσε,
το παπάρα από μέσα φώναξε,
με γονάτισε,
με λιμπεράτσε τεχνική
με λάδωσε,
και αλύπητα με πέθανε
Πλήρωσα,
από τα διαφημιστικά που μοίρασα,
και περπατώντας,
σαν άνδρας με άποψη,
απομακρύνθηκα….
AlexMil Οκτώβριος 2009