Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Περπατώ

Περπατώ,
το πέπλο των αναμνήσεων με κρύβει,
κρύβει τα δάκρινα βέλη,
που η ψυχή μου εκτοξεύει στης καρδιάς μου τη καρδιά.

Είναι οι στιγμές εκείνες,
που το όνειρο εξασθενεί από την αλήθεια της ζωής,
ο χρόνος είναι πάντα νικητής,
είναι όμως η μαγεία της ψυχής,
που το πνεύμα μου δεν μπορεί να το χαράξει

Στο απόμερο δρομάκι,
ο πόνος με σταματά στης αλήθειας τη βιτρίνα,
ρυτιδιασμένη η φιγούρα μου,
στο μισοσκόταδο προβάλλει,
δεν είναι του τζαμιού ραγίσματα,
αλλά του χρόνου η αλήθεια,
είναι σαν να γελά,
την ψυχή μου να αρπάξει θέλει,
ν’ αφανίσει την εικόνα της.
στης σκληρότητά της το αμόνι.

Την επόμενη στιγμή,
σύντροφος έρχεται το όνειρο και πάλι της ψυχής μου,
αυτό που τη πτυχή του χρόνου ανασηκώνει
και στον αστρόκοσμο με ταξιδεύει.

Συνεχίζω πάλι να περπατώ,
της επιθυμίας οι εικόνες,
της ψυχής μου τα λόγια στιχουργούν
της μοναξιάς μου τους διαλόγους ετοιμάζουν.
Στην γωνιά της ελπίδας στριφογυρνώ,
μήπως το μήνυμα ακούσω,
το άψυχο ψηλαφώ,
όλα όμως γύρω θορυβούν,
δε το στέλνει ψιθυρίζουν.

Η ομίχλη της απογοήτευσης,
όταν την ελπίδα μου καλύψει,
η ψυχή μου το χρόνο το ρυτιδιασμένο αψηφά
δίπλα μου την εμφανίζει,
με τα γλυκά της μάτια να με κοιτά, να χαμογελά και να μ’ αγκαλιάζει.

Περπατάμε στις διαδρομές τις μαγικές,
στα γνωστά, τα στοιχειωμένα από τη παρουσία μας μέρη,
αφήνοντας αχνάρια ανεξίτηλα,
υποσχέσεις με μάρτυρες του ανέμου τα παιδιά,
και θεατές,
της άμμου τους αμέτρητους κόκκους.

Θυμόμαστε, το χρόνο αναστρέφουμε,
τις προσφορές μου δέχεται,
από του Ολύμπου τους Θεούς δοσμένες,
το ταξίδι της ζωής κάνουμε,
μια φαντασίωση,
το κορμί της γυμνό, ιδρωμένο,
με εμπιστοσύνη στη αγκαλιά μου τρυφερά αφημένο,
να κοιμάται,
κι εγώ να σχεδιάζω στην οθόνη του ουρανού,
το σπίτι των ψυχών μας.

Περπατώ,
η κλεψύδρα της φαντασίωσης,
το χρόνο και πάλι έχει στραγγίσει
και της πραγματικότητας ο καθρέπτης,
τις ρυτίδες μου αμέσως εμφανίζει.
Ω θεέ της ασπλαχνίας,
τα δάκρυά μου δεν σε συγκινούν,
με το μαρτύριο της αλήθειας μέχρι πότε θα με βασανίζεις,
γιατί σε κάθε στροφή το είδωλό μου εμφανίζεις,
τις νόρμες σου γιατί θα ‘πρεπε να ακολουθώ,
η αγάπη της ψυχής μόνο με τις ψυχές συνομιλεί / δεν το ξέρεις;

Σταματώ στη διασταύρωση του χωρισμού,
όπου της χαράς και της λύπης συναντιόνται οι γραμμές,
εκεί που τα πλάσματα της απορίας να με ρωτήσουν θέλουν,
γιατί από τη φυλακή απέδρασες του χρόνου;
δεν ήξερες πως η ζωή σε στρατόπεδα είναι φτιαγμένη,
και έξω απ’ αυτά,
μόνο τα αδιέξοδα μπορείς να συναντήσεις;

Δεν απαντώ,
το βήμα επιταχύνω από τα πλάσματα του φόβου να ξεφύγω,
δεν θέλω να μιλήσω,
με τα λόγια της ψυχής,
μπορεί η καθημερινή του χρόνου μέρα,
την υπέρβαση να καταλάβει;
το σώμα της σύμβασης,
τη χρονομηχανή του πνεύματος να εκκινήσει;

Περπατώ στην ανηφόρα του προορισμού,
είναι οι στιγμές που στο τέρμα πλησιάζω,
τα αστρικά βιολιά,
που συνοδεύουν της ψυχής μου τους μονόλογους,
το κρετσέντο τους τελειώνουν.
Στο παρατημένο της σιωπής δρόμο,
πρόσωπα με μάσκες φιλικές,
απ’ τα παράθυρα του σκότους κοροϊδεύουν ,
λόγια σκληρά με χοάνες εκτοξεύουν,
προσπαθούν το πόνο να ενισχύσουν,
την αναισθησία της,
με τους κτύπους να συντονίσουν της καρδιάς μου.

Κάθε μέρα αυτό είναι το ταξίδι της ψυχής,
στου παγωμένου χρόνου τα μονοπάτια,
ίχνη νοσταλγίας ακολουθώ,
της μνήμης οι στιγμές,
που στα κύματα του πελάγους της λήθης ταξιδεύουν,

Φοβάμαι μήπως την εικόνα της ξεχάσω,
περπατώ στα σκίτσα της ζωής,
κάθε μέρα που περνά,
οι γκρίζες μπλέκονται όλο και περισσότερο γραμμές τους,

Θα περπατώ,
κάποιος θα μου πει,
κάποιος θα τη δει,
κάποιο χειμώνα ή καλοκαίρι
ίσως η ψυχή μου τη δικιά της αναγνωρίσει,
σε κάποια της ζωής στροφή,
για να συνεχίσω τα βήματα, της μοίρας τις χαρακιές
στης σιωπής το χρόνο,
μέχρι το τέλος της ζωής.


Μάρτιος 2009