Κήδευσαν τον ήλιο οι αλήτες,
με τιμές και τυμπανοκρουσίες,
τον είχαν πρώτα βασανίσει
με χειμερινούς αέρηδες,
κι έπειτα με θηλιές τον κρέμασαν
από μαυροντυμένα σύννεφα.
τον είχαν πρώτα βασανίσει
με χειμερινούς αέρηδες,
κι έπειτα με θηλιές τον κρέμασαν
από μαυροντυμένα σύννεφα.
Κρυμμένοι οι άνθρωποι θρηνούν,
τα χέρια στις κλειδαριές έχουν,
για τα δάκρυά τους φοβούνται,
μη τους τα κλέψουν οι εχθροί,
ξεραθούν τα μάτια τους
και σαν τυφλοπόντικες γίνουν.
τα χέρια στις κλειδαριές έχουν,
για τα δάκρυά τους φοβούνται,
μη τους τα κλέψουν οι εχθροί,
ξεραθούν τα μάτια τους
και σαν τυφλοπόντικες γίνουν.
Σκοτάδι τώρα, δικτυωμένο έντομο,
με φλέβες φωσφορίζουσες, τις ανθρώπινες ψυχές βασανίζει,
κι ο χρόνος, με ιπτάμενες σύριγγες,
ξεδοντιάσματα και ρυτίδες
στα φοβισμένα κορμιά διοχετεύει.
Με δέρνει ο βροχερός άνεμος,
οι σκέψεις σαν τρελαμένα καρφιά,
το σκελετό μου σταύρωσαν,
τ’ αστέρια στοιβαγμένα στη χωματερή,
το φεγγίζουν τρεμοσβήνοντας,
η ζωή μου είναι, τένοντες διαλυμένοι
AlexMil
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου