Την είχα αγαπήσει,
μου πρόσφερε πήδημα,
αζύγιστο και αρρωστημένο,
το πέρναγα και στους φίλους μου
με το αζημίωτο βέβαια,
και μια μέρα το ξεστόμισε:
παιδί ήθελε και οικογένεια,
τρελάθηκα, σαν να με
πέρασε χονδρός σαμουράι,
τα σπλάχνα μου ξέρασα,
τη κοίταξα έπειτα ηλίθια,
την έβρισα, με το σάλιο
της οργής μου την έφτυσα:
σκουπίστηκε πρόχειρα,
κοίταξε και χασκογέλασε,
είχε τα δόντια της
χαλασμένα και κίτρινα.
Το παντελόνι της φόρεσε
και κτυπώντας τη πόρτα έφυγε.
Γκαστρωμένη ήταν
και τ’ έμαθα πολύ αργότερα.
αζύγιστο και αρρωστημένο,
το πέρναγα και στους φίλους μου
με το αζημίωτο βέβαια,
και μια μέρα το ξεστόμισε:
παιδί ήθελε και οικογένεια,
τρελάθηκα, σαν να με
πέρασε χονδρός σαμουράι,
τα σπλάχνα μου ξέρασα,
τη κοίταξα έπειτα ηλίθια,
την έβρισα, με το σάλιο
της οργής μου την έφτυσα:
σκουπίστηκε πρόχειρα,
κοίταξε και χασκογέλασε,
είχε τα δόντια της
χαλασμένα και κίτρινα.
Το παντελόνι της φόρεσε
και κτυπώντας τη πόρτα έφυγε.
Γκαστρωμένη ήταν
και τ’ έμαθα πολύ αργότερα.
Alexmil
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου