Στο σκοτάδι περπατούσε,
κουρασμένα,σκέψεις ανήμπορες
ακολουθούσαν βασανιστικά,
εξώκοσμες φαντασιώσεις ,
όχλος από νάνους,
ένας συμφερτός
από κωλαράδες φρικαρισμένους:
η τιμωρία του,
τα αισθήματα θέλησε,
στη λογική να ξαναφέρει,
απ τη σπατάλη να τα γλυτώσει.
Βροχή τα μικρόβια
της υποκρισίας,
το σκοτάδι κάνουν δύσοσμο,
παρασιτικά εκτρώματα
τα αθώα ψέματα,
κρυφογελούν,
θορυβούν σαν τενεκέδες:
διαβρώνουν τη αγάπη
και σαν γλύφτες καμαρότοι
δουλικά τον άνθρωπο
καθοδηγούν,
στο τέλος του δρόμου.
Ξενιστές οι αμφιβολίες,
αρουραίοι παρανοϊκοί,
τη αθωότητα κατέφαγαν,
κατέστρεψαν
τις οθόνες του μυαλού,
κι ο θανατηφόρος ιός
της σιωπής, σαν
επαγγελματίας δολοφόνος,
τη καρδιά του διάβρωσε,
το σώμα του ξυλοκόπησε,
μισοπεθαμένο
έξω απ το δρόμο τον πέταξε.
AlexMil 27-02-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου