Πεσμένο το κεφάλι
στο καθημερινό τραπέζι,
σκοτάδι στο βλέμμα,
η σάρκα ξεψυχά, εκπνέει,
στάζει στο χυμένο αίμα,
απορεί , σβηστό το φεγγάρι.
Ο τροχός των ονείρων,
σκοτάδι στο βλέμμα,
η σάρκα ξεψυχά, εκπνέει,
στάζει στο χυμένο αίμα,
απορεί , σβηστό το φεγγάρι.
Ο τροχός των ονείρων,
λαμπαδιάζει στις κόρες,
του καίει τα σωθικά,
μια τελευταία αναπνοή,
κι ο χρόνος του κόσμου,
παγωμένος σταματά.
Το πυροβόλησε σιωπηλή,
του καίει τα σωθικά,
μια τελευταία αναπνοή,
κι ο χρόνος του κόσμου,
παγωμένος σταματά.
Το πυροβόλησε σιωπηλή,
σε κρυφή θήκη υποκρισίας
το φίνο πιστόλι της,
τον σημάδεψε αιφνίδια,
το στήθος του κουρέλιασε:
κόκκαλα, σάρκα, ματωμένα.
το φίνο πιστόλι της,
τον σημάδεψε αιφνίδια,
το στήθος του κουρέλιασε:
κόκκαλα, σάρκα, ματωμένα.
Οι σκέψεις της, ατσάλινες ,
τις λέξεις προετοίμασαν,
θεριά τις έκαναν, σφαίρες,
κι όπλισαν το χέρι της:
τώρα, κοιτά βουβά, ανόητα,
είχε καρδιά, μόνο εκείνος.
τις λέξεις προετοίμασαν,
θεριά τις έκαναν, σφαίρες,
κι όπλισαν το χέρι της:
τώρα, κοιτά βουβά, ανόητα,
είχε καρδιά, μόνο εκείνος.
AlexMil 13-02-2013 2.00 πμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου