Σκοτείνιασε εδώ και ώρα, ομίχλη, ανάλαφρη, κινητική, σαν να βγαίνει στροβυλίζοντας από χαραμάδες, εδώ και κει, μια βροχή αδύνατη, καχεκτική, διαγράφονται στο κιτρινόφως ενός ξεχαρβαλωμένου φωτιστικού στο κέντρο της μικρής πλατείας.
Αυτός, περιμένει με υπομονή, κουρασμένος, δυσκολεύεται να κρατήσει τα μάτια του ανοικτά, όμως μένει ξύπνιος, πρέπει να έρθει η κατάλληλη ώρα για να μπει.
Ήρθε από τη Βόρεια πλευρά της πόλης, με τις εγκαταλειμμένες συνοικίες, 4 με 5 χιλιόμετρα απόσταση, μια δύσκολη διαδρομή, με τρελαμένους κυνηγούς παντού.
Τώρα, στο υπόγειο του εγκαταλειμμένου σπιτιού, παγωμένος και πεινασμένος, ματωμένος από τη φαγούρα που τον τρελαίνει, ικανοποιημένος παρ' όλ' αυτά, προσέχει όσο μπορεί τα θαμπά φώτα.
Το οπτικό του πεδίο, η απέναντι πλευρά της πλατείας, σκηνή μπαρόκ με σπίτια γερασμένα, βρώμικα από γκριζοπράσινες λωρίδες, σκόνης, βροχής και οξειδωμένου χαλκού.
Αισθάνεται πως τον κοιτούν, τα σκοτεινά τους τζάμια, σαν εφιαλτικά μάτια βλεφαρίζουν, θαρρεί πως οι πόρτες σαν σουφρωμένα γεροντίστικα χείλια του στέλνουν φιλιά.
Πάντα φοβάται τις παραισθήσεις της πολύωρης αναμονής και του ταλαιπωρημένου του κορμιού, τότε νομίζει πως τραγουδά με τη ξεδοντιασμένη του αναπνοή.
Μπήκε από τη χορταριασμένη πίσω αυλή , ένα σπασμένο παράθυρο, ήξερε το μέρος γιατί είχε ξανάρθει. Συνήθως δεν δυσκολεύεται, επιβιώνει με ικανότητες αρπακτικού που τις απόκτησε στο δρόμο. Δυνατή όσφρηση, οξυμμένη ακοή, διαίσθηση του κινδύνου, αυξημένη μυϊκή δύναμη, ευελιξία, και νοημοσύνη το μόνο που ευτυχώς δεν χάθηκε από το παλιό του εαυτό.
Πάντα, σε ώρες αναμονής σκέπτεται και κυνηγά. Συνήθως μένει ακίνητος και αυτό τον βοηθά. Η μυρωδιά του ίδια με αυτή της μούχλας και των οχετών, δίνουν το πλεονέκτημα, τον αντιλαμβάνονται όταν είναι αργά.
Όπως τώρα, από τα δεξιά του, πολύ κοντά και καταπάνω του έρχεται η τροφή, δεν αποσπάται η προσοχή του, για μια στιγμή μόνο το χέρι κινείται με ταχύτητα, την αρπάζει και με τη κοφτερή λάμα με το άλλο την αποκεφαλίζει. Του αρέσει όταν είναι ζεστή, με σπασμούς ζωής ακόμη κα το αίμα να αναβλύζει. Πρώτα ρουφά όσο προλαβαίνει και μετά αργά, δεν βιάζεται, με μικρά θρεπτικά κομμάτια την καταβροχθίζει.
Σκέπτεται πολύ, τη ζωή του καιρό πριν.
Υπάλληλος, ένας ευυπόληπτος πολίτης ήταν, με οικογένεια και παιδιά. Ζωή συνηθισμένη, χωρίς πάθος, αρκετά χρόνια γάμου.
Όλα έγιναν ξαφνικά και τέλειωσαν γρήγορα. Έχασε τη δουλειά του, 25 χρόνια υπηρεσίας, η οικονομική κρίση είπαν, αλλά δεν ήθελαν μεσήλικες, σάρκα, εργατική νεανική ζητούσαν να καταβροχθίσουν. Του πήραν σπίτι αυτοκίνητο, όλα ήταν υποθήκη, ξόδεψε τη αποζημίωση και τη σύνταξη για να τα σώσει, δεν τα κατάφερε και στο τέλος δεν του έμεινε τίποτα.
Οι φίλοι απομακρύνθηκαν, στο τέλος τον εγκατέλειψαν η γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν ήταν αχάριστοι, διαχρονικής κόπιας θρησκευόμενοι ήταν.
Εμεινε μόνος, χωρίς σπίτι, δουλειά, φαγητό.
Το πρώτο καιρό τριγυρνούσε στη πόλη εύρισκε δουλειές του ποδαριού, ίσα – ίσα για φαγητό και ύπνο φθηνό.
Σύντομα όμως, τα πράγματα χειροτέρεψαν, άρχισε να κοιμάται εδώ και κει, στα πάρκα στην αρχή, μέσα στις πυκνές φυλλωσιές, τον βόλευε, έπλενε το σώμα και τα ρούχα με το δημόσιο νερό και προσπαθούσε όσο μπορούσε να μη φαίνεται παρατημένος.
Εκεί κάπου άρχισε η αλλαγή, ο χειμώνας ήρθε γρήγορα και η εμφάνισή του όλο και τρόμαζε, στο τέλος δεν μπορούσε να βρει ακόμη και δουλειές που άλλοι απέφευγαν.
Επιβίωνε με συσσίτια αλλά τον έδιωξαν και από κει.
Ήταν ήσυχος, προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος, αλλά δεν γινόταν, η μυρωδιά του απωθούσε, η μορφή του άγρια με πυκνή τριχοφυΐα δημιουργούσε ανατριχιαστικούς συνειρμούς και τα ρούχα του, ένα κοστούμι μαύρο με γλίτσα που καθρέπτιζε την ομορφιά του, με ξεχειλωμένες βελούδινες λωρίδες στα πέτα , και μπότες κόκκινες στραβοπατημένες, συμπλήρωναν τις δικαιολογίες των παπάδων για να τον διώξουν.
Για ένα ήταν περήφανος εκείνη τη εποχή. Φορούσε μια ζώνη από φιδίσιο δέρμα, και στη πίσω πλευρά της είχε μια θήκη για μαχαίρι. Τη βρήκε σε ένα σκουπιδοτενεκέ, όταν άρχισε να αναζητά τα αναγκαία για να ζήσει. Την έχει μέχρι σήμερα αν και πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Απ’ αυτήν έσυρε τη λάμα.
Επιτέλους σκέφθηκε, τα φώτα στο απέναντι εστιατόριο άρχισαν να σβήνουν. Είχαν πολύ κόσμο, θα πέταξαν και πολύ τροφή. Κοίταξε γύρω του, μια σπασμένη καρέκλα στην απέναντι πλευρά, ίχνη στους τοίχους από πίνακες που είχαν μετά από καιρό αφαιρεθεί και το πόδι μιας παιδικής κούκλας, δίπλα στη πόρτα που οδηγούσε σε ένα διάδρομο.
Δίπλα του η ουρά της τροφής του ακόμα κτυπιόταν σπασμωδικά, την είχε φτύσει, δεν του άρεσε ποτέ.
Δεν ήταν κακός δεν έγινε κακός, ήταν ακόμη γεμάτος αγάπη σκεφτόταν, καθώς σκυφτός και με γρήγορα βήματα διέσχιζε τη πλατεία.
Οι σταγόνες της βροχής πιο πυκνές και δυνατές τώρα, τον έβρεχαν, τον πονούσαν αλλά δεν τον ένοιαζε, είχε φθάσει στο στόχο του. Διέσχισε το στενό διάδρομο στα δεξιά του κτιρίου που οδηγούσε στο προαύλιο πίσω. Στη γωνία στο βάθος είχαν τα σκουπίδια, περικλεισμένα με μεταλλικό πλέγμα. Με ευκολία πήδηξε από την άλλη πλευρά.
Ξεκίνησε να ψάχνει τροφή στα σκουπίδια, τότε που οι παπάδες τον έδιωξαν από τα εστιατόρια του θεού. Δουλειά δεν μπορούσε να βρει και αυτά το έσωσαν.
Ξερνούσε όταν άρχισε, αλλά σύντομα συνήθισε. Στην αρχή έτρωγε ότι έβρισκε, στους σκουπιδόσακκους υπήρχε άφθονη τροφή, μισοφαγωμένα μπιφτέκια, πατάτες με κέτσαπ, ψωμάκια όλων των ειδών, κόκαλα με κρεάτινα υπολείμματα που του άρεσαν πολύ, τα έγλειφε πρώτα και μετά ρουφούσε τα ζουμιά τους και ποτά όλων των ειδών, τα αναζητούσε σε υπολείμματα πλαστικών ποτηριών του άρεσε να γλύφει μέχρι οργασμού τα χείλινα ίχνη στις άκρες τους, γυναικεία σάλια και κραγιόν.
Με τον καιρό έγινε επιλεκτικός, όπως τώρα, ήθελε καλή τροφή και εδώ διέθεταν τη καλύτερη. Είχε και ένα ακόμη σπουδαίο λόγο.
Δυσκολεύτηκε λίγο να βρει αυτά που ήθελε, έσκισε πολλές σακούλες αλλά τα κατάφερε, δεν ήθελε μισοτελειωμένα ή δαγκωμένα, λερωμένα ας ήταν, με το βρόχινο νερό που λίμναζε δίπλα στους κάδους τα καθάριζε.
Έπρεπε να αλλάξει και ρούχα σκέφθηκε, καθώς έφευγε. Η μαύρη σακούλα στον ώμο τον κούραζε αλλά έπρεπε να επιταχύνει. Ένα ριγέ παντελόνι και μια μπλούζα που ανέσυρε από τα σκουπίδια μιας εργατικής πολυκατοικίας στη επιστροφή του, ταίριαζαν με τη περίσταση.
Απέφευγε τα επικίνδυνα μέρη, και άργησε να φθάσει στη περιοχή του.
Ξημέρωνε όταν μπήκε, κοιμόταν και δεν τη ξύπνησε.
Άφησε τη σακούλα στη γωνιά δίπλα στις στοιβαγμένες εφημερίδες και όπως ήταν κουρασμένος αποκοιμήθηκε αμέσως, ξάπλωσε σε ένα χοντρό χαρτόνι, που το χρησιμοποιούσε σαν χαλί για να προστατεύεται από το κατεστραμμένο ξύλινο πάτωμα.
Ήταν ένα παλιό κτίριο γραφείων πέντε ορόφους ψηλό, χρόνια πριν στέγαζε μια κοινωνική υπηρεσία, η ταμπέλα στην είσοδο υπήρχε ακόμη. Το προτίμησε κυρίως γιατί ήταν δαιδαλώδες, με πολλούς και μικρούς χώρους, ιδανικό για να κρύβεται και εύκολο στη διαφυγή αν χρειαζόταν.
Στο πρώτο όροφο, μακριά από τις σκάλες ήταν το μέρος που βρήκε, μικρό αλλά ασφαλές. Είχε ένα μεγάλο παράθυρο, με λίγα σπασμένα τζάμια που τα έκλεισε με χοντρό χαρτόνι. Του έδινε φως την μέρα, που δεν το χρειαζόταν γιατί συνήθως κοιμόταν, αλλά και διαφυγή αν εμφανιζόταν κίνδυνος. Τρία μέτρα ύψος εύκολα τα πηδούσε για να βρεθεί στη πλακοστρωμένη επιφάνεια της πίσω αυλής.
Ξύπνησε με τον ίδιο τρόπο όπως πάντα, άνοιξε τα μάτια και χωρίς να κινηθεί κοίταξε αριστερά και δεξιά για λίγο, με γρήγορες κινήσεις στη συνέχεια σηκώθηκε. Ήταν αργά μεσημέρι.
Ακόμη κοιμόταν, την είχε βρει λίγο καιρό πριν, στη συνηθισμένη περιπλάνηση για τροφή. Απροσδιόριστης ηλικίας, όχι πολύ μεγάλης, σωριασμένη στην είσοδο ενός σπιτιού. Ήταν νύκτα με δυνατό κρύο αέρα από τη μεριά του λιμανιού, με λίγο φως από ένα φανοστάτη λίγο πιο κάτω. Θα τη προσπερνούσε αν δεν άκουγε τα αναφιλητά της.
Συνήθως απέφευγε τις συναντήσεις, οι άνθρωποι τρόμαζαν όταν τον έβλεπαν αλλά η περιέργεια τον έσπρωξε να την πλησιάσει. Φαινόταν να τα έχει χαμένα, έτρεμε, αδύνατο κορμί ολιγοντυμένο και βρώμικο, μαλλιά μακριά και κουβαριασμένα, εικόνα εγκατάλειψης.
Τον κοίταξε, φάνηκε να τον βλέπει αλλά δεν αντέδρασε. Της μίλησε, με λέξεις κραυγές και χειρονομίες, οι ανάγκες μετάλλαξαν την ομιλία του, και αυτή κατάλαβε ή έδειξε πως κατάλαβε από φόβο.
Τον άφησε να τη βοηθήσει, με πολύ κόπο τη μετέφερε…….
Την κοιτάει τώρα ήσυχη όπως κοιμάται, έχει βάλει κιλά και αναρωτιέται ακόμη μια φορά για τον αλτρουισμό του. Τόσους συνάντησε μέχρι τώρα, συνήθως τους άρπαζε αν είχαν κάτι χρήσιμο ή τους προσπερνούσε αδιάφορα.
Έπρεπε να κάνει γρήγορα. Φόρεσε το ριγωτό παντελόνι, ήταν σκισμένο από τη μια πλευρά και πολύ κοντό, η μπλούζα μύριζε ψαρίλα αλλά του άρεσε, η μυρωδιά δεν τους ενοχλούσε.
Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα μαζί της. Τον σιχαινόταν, σιχαινόταν και το φαγητό που της έδινε, ξερνούσε αδιάκοπα, αλλά σιγά – σιγά άρχισε να τον δέχεται και να τρώει τη τροφή. Πρόσεχε αυτά που της έδινε, τα έπλενε, εξαφάνιζε τις δαγκωματιές, τις μυρωδιές,, είχε βρει ένα καλό τρόπο, με το σάλιο του τα έγλυφε αυτά μαλάκωναν και γινόντουσαν πιο γευστικά και μυρωδάτα.
Είχε ετοιμάσει το γεύμα, ένα χαρτόκουτο από σκληρό χαρτί, ενισχυμένο με κάθετα και οριζόντια ξύλα το τραπέζι.
Αυτή μόλις είχε ξυπνήσει, τον κοίταξε με απορία, συνήθως τέτοια ώρα ακόμη κοιμόταν. Δεν της είπε τίποτα, την έπιασε από το χέρι, τη σήκωσε και την οδήγησε στη τροφή, η αφορμή για τη αναζήτηση στην άλλη πλευρά της πόλης.
Ήθελε να την ευχαριστήσει για πολλά και αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος.
Η βροχή συνέχιζε όλο και πιο δυνατή, σχεδόν είχε σκοτεινιάσει, ο δυνατός αέρας έκανε το κτίριο να θορυβεί, σαν να παραμιλούσε, θρηνώντας τη μοίρα του και στο δωμάτιο η ατμόσφαιρα ήταν μαγική.
Κρατούσε στα χέρια της το καπέλο και το δαχτυλίδι. Τα φόρεσε ήταν τα δώρα του, το καπέλο το βρήκε σε μια σακούλα με αγαπημένα πεθαμένης γριάς ίσως, παλαιομοδίτικο, αλλά της πήγαινε και το δαχτυλίδι το άρπαξε από ένα πρεζόνι που δεν αντέδρασε, με το χάρο συνομιλούσε.
Δεν μιλούσε, τι να της έλεγε άλλωστε, μόνο τη κοιτούσε. Οι καρέκλες τους έτριζαν σε κάθε κίνηση, καθώς γευόντουσαν τη τροφή με κραυγές ευχαρίστησης. Πεινούσαν, ήταν εκλεκτή τροφή, μισοφαγωμένη από πλούσια στόματα, αλλά φρέσκια και χορταστική.
Μια από τις επόμενες μέρες θα πρέπει να τη πάρει μαζί του, σκέφθηκε, να μάθει να επιβιώνει.
Σηκώθηκαν από το τραπέζι , είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, πλησίασαν το παράθυρο. Επιτέλους η βροχή είχε σταματήσει, το φεγγάρι από μια χαραματιά του ουρανού φώτισε τη νύκτα και έκανε αμυδρά τα πράγματα στο δωμάτιο.
Της έπιασε το χέρι διστακτικά, εκείνη ξαφνιάστηκε, αλλά το έσφιξε.
Η ησυχία τους βοηθούσε να ακούσουν τις ψυχές τους, ψυχές ματωμένες, παραμορφωμένες, διστακτικές.
Από τα αριστερά του στο πάτωμα ένας θόρυβος συρτός όλο και μεγάλωνε. Μία γρήγορη κίνηση με το πόδι και το θορυβώδες σπάσιμο το τέλος για τη ζωή.
Της πρόσφερε τη ζωντανή τροφή και αυτή την δέχθηκε. Λίγες μέρες πριν τη δοκίμασε και της άρεσε. Τη ρούφηξε με απόλαυση και κατάπιε με ευχαρίστηση τα υπολείμματα.
Του έσφιξε το χέρι, το ήθελε, τον εκτιμούσε,
το φεγγάρι είχε και πάλι κρυφτεί και το σκοτάδι έσβησε τα ίχνη.
Και η ζωή συνεχίστηκε,
με τους ίδιους όρους που πάντοτε νομοτελειακά βάζει,
αυτούς της επιβίωσης με τον οποιονδήποτε τρόπο και μέσο.
AlexMil Ιούλιος 2009
Επόμενες παράξενες ιστορίες:
- Η ώθηση που σκοτώνει
- Ο καπνιστής
6 σχόλια:
Ομορφος κόσμος αγγελικά πλασμένος...καί η ζωή συνεχίζεται...
Συνεχίζεται η ζωή και δυστυχώς ποιο δυστυχισμένη.
γεια σου Αlex στον ενικό μου επιτρέπεις τελικά εμείς οι άνθρωποι είμαστε θαυμάσιο είδος οταν έχουμε σκοπό μας την δημιουργία. ένας ξεχωριστός Ετγκαρτ Αλαν Ποε.χάρηκα
Ευχαριστώ, προσκυνώ στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, θυμάμαι και την μεταφορά διηγημάτων του στο κινηματογράφο με τον ανεπανάληπτο Βίνσεντ Πράις και ονειροπολώ. Βέβαια μια παρανυχίδα είμαι μπροστά του αλλά το διασκεδάζω και αυτό έχει σημασία, όπως όλοι μας άλλωστε.
Να τα ξαναπούμε
Πολύ ζωντανή η περιγραφή σου. Σοκαρίστηκα!
Καλώς σε βρήκα Alex
Οχι πολύ μακρυά από τη πραγματικότητα, η πραγματικότητα για κάποιους όσο και αν μας σοκάρει
Ευχαριστώ γισ το πέρσμα
Δημοσίευση σχολίου