Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Παράξενες ιστορίες: Η ώθηση

Με αρέσω, θα σας περιγράψω πως είμαι και σίγουρα θα αρέσω και σε σας, περίπου 169 εκατοστά ύψος , με βάρος πάνω από το μέσο, μακρύ μαλλί που φτάνει μέχρι τους ώμους. Ενίοτε, το κτενίζω εξεζητημένα, με αρέσει να παίζω με τις τρίχες, σήμερα πάντως ξεχύνονται ελεύθερα απ’ όλες τις πλευρές με χάρη, με άσπρες ανταύγειες εδώ και κει.

Τα χαρακτηριστικά μου θα έλεγα είναι όμορφα, μέσης ηλικίας κοιλιά, μύτη μεγαλούτσικη, μάγουλα λίγο κρεμασμένα, μάτια υπέροχα με έμφυτη γοητεία και ανίκητο μαγνητισμό.

Στο ντύσιμο δεν ακολουθώ τη μόδα, φοράω παντελόνι βέβαια, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω το θέλω πάντοτε ιδιαίτερα στενό και λίγο παλιομοδίτικο, με καμπάνα κάτω, έχω και εμμονή στο μωβ. Παπούτσια ψηλοτάκουνα, δέκα εκατοστών και πάνω, χειμώνα και καλοκαίρι φοράω σακάκι σταυρωτό, ριγωτό ή εμπριμέ συνήθως.

Αυτό πού κάνει το στυλ μου ιδιαίτερο είναι πως, κάτω από το σακάκι είμαι γυμνός, το τριχωτό μου στήθος, μια ωραία εικόνα, εκπλήσσει θετικά, άνδρες και γυναίκες.

Γενικά θα έλεγα για να μη σας κουράσω άλλο, ότι είμαι όμορφος, βασανιστικά όμορφος, τα έκπληκτα μάτια των περαστικών το βεβαιώνουν, αλλά και τα σφυρίγματα κυρίως νεαρών αγοριών που ενθουσιασμένα με χαιρετάνε.
Γυαλιά δεν φορώ συνήθως, κρύβουν το μαγνητισμό μου και πολλές φορές φοβίζουν. Έχω όμως πάντοτε, κρεμασμένα σκουλαρίκια και στα δυο αυτιά, προτιμώ δε μεγάλα, κρίκους και συνήθως χρυσά.

Τώρα θα μου πείτε γιατί τα λέω όλα αυτά, πράγματι, στην ιστορία μου δεν παίζουν ιδιαίτερο ρόλο, θέλω απλά να περιγράψω το χαρακτήρα μου και η εμφάνιση είναι ένας καλός τρόπος. Είμαι ντόμπρος, τσαχπίνης, παιγνιδιάρης, αθλητικός, πολιτικά ανένταχτος – παλιά ήμουν οπαδός του Χότζα και σίγουρα καλός χριστιανός.

Δίπλα μου το φυτό, στέλνει ένα περίεργο άρωμα. Κάθομαι σε ένα μπαρ στη παραλιακή, συχνάζω εδώ και περιμένω να φέρουν το τοματόζουμο, χυμός που με αρέσει πολύ. Συνήθως κάνω τα ίδια όπως κάθε φορά, εστιάζω το βλέμμα μου στους γύρω με ένα δικό μου τρόπο, σηκώνω τα φρύδια σουφρώνω τα χείλια σαν να φιλώ, κουνάω το κεφάλι αριστερά και δεξιά, όλα αυτά στιγμιαία για να νομίζουν πως τα έχουν φανταστεί.
Δεν έχω έτσι μπλεξίματα αλλά και εξασκούμε. Σκέπτομαι κάποια στιγμή να βελτιώσω το στυλ βγάζοντας ήχο από μηχανισμό που θα έχω κρυμμένο, σαν ψαλμωδία βυζαντινή, κάτι τέτοιο, αλλά το αφήνω για αργότερα.

Θα σας πω τώρα δυο μυστικά μου, σήμερα έχω διάθεση να μιλήσω, συμβαίνει αυτό όταν ετοιμάζομαι να βοηθήσω. Κατ’ αρχάς με αρέσει να γράφω ποιήματα, θεωρώ τον εαυτό μου ένα μεγάλο ποιητή, γράφω όταν ρουφώ το τοματόζουμο, δεν ξέρω η γλυκιά γεύση της ντομάτας με εμπνέει, όπως τώρα:

Πάντα θα σε αγαπώ,
από αγάπη το κάνω,
η κίνηση μου είναι τόσο απλή,
όμως είναι τελετουργική.
Από κοντά σε ακουμπώ
και έτσι απλά με μια
από την άλλη πλευρά σε στέλνω,
πόσο μ’ αρέσει να σε βοηθώ,
τα χρέη της ζωής σου με μιας να σβήνω.
Έτσι και συ δωρεάν μετακομίζεις
κι εγώ σαν καλός χριστιανός,
το χρέος μου στη πίστη ξεπληρώνω,
γι ακόμη μια φορά.

Σύντομα ποιηματάκια, ρομαντικά, λυρικά θα έλεγα, με ευαισθησία ψυχής. Τα γράφω γρήγορα με μια πνοή, όπως τώρα σε ένα μικρό μπλοκάκι. Όταν τελειώνω, σκίζω το φύλο, το διπλώνω προσεκτικά τέσσερεις φορές, το δαγκώνω, το ρίχνω κάτω δυο φορές, μια ιεροτελεστία που συνηθίζω εδώ και χρόνια για το κακό μάτι και στη συνέχεια το βάζω σε ένα μικρό βαζάκι με αρωματικά που κουβαλάω μαζί μου.

Το άλλο μου μυστικό είναι λιγότερο ρομαντικό, παραμένει όμως γοητευτικό, με αρέσει να φτιάχνω μηχανισμούς. Χρησιμοποιώ μοχλούς, βίδες παξιμάδια, καθρεφτάκια, ελατήρια, μεταλλικές αρθρώσεις, κουμπιά και άλλα πολλά, για να φτιάχνω κατασκευές που βοηθούν τη τέχνη μου και τη κάνουν μοναδική. Σήμερα έχω μαζί μου δυο απ’ αυτές που θα τις χρησιμοποιήσω αργότερα. Είναι απλές αλλά εκεί βρίσκεται η μεγαλοφυΐα μου.

Η μια, είναι μια σφυρίχτρα, της έχω προσαρμόσει ένα σωληνάκι που βγαίνει διακριτικά από το πέτο του σακακιού μου και την έχω περασμένη στη ζώνη μου, χωρίς υπερβολή η σφυρίχτρα αυτή είναι το εξάσφαιρό μου.
Ο άλλος μηχανισμός είναι περασμένος στο πόδι μου σταθερά, στο ύψος του αστράγαλου, το καλύπτει η καμπάνα του παντελονιού μου, είναι ένα έμβολο, που ελευθερώνεται πατώντας ένα κουμπί που βρίσκεται στο μανίκι μου κοντά στη παλάμη του δεξιού μου χεριού. Το κουμπί είναι συνδεδεμένο με ένα καλώδιο στο έμβολο και το ελευθερώνει χρησιμοποιώντας το ρεύμα μιας μπαταρίας.

Τον εξοπλισμό αυτό χρειάζομαι σήμερα, όμως ανάλογα με τις ανάγκες μου χρησιμοποιώ και άλλους, όπως τη προηγούμενη φορά που φόρεσα ένα καπέλο, ένα μαύρο ημίψηλο, που είχε μέσα ένα μηχανισμό που το έκανε να χοροπηδά σαν χαρούμενο σκυλί. Ή την άλλη, θυμάμαι και γελάω, που είχα στο στόμα μια βέρα, την είχα προσαρμόσει ανάλογα, για να πετά τη μαστίχα που μασούσα με ταχύτητα, σαν σφαίρα από καουτσούκ προς τα εκεί που κοιτούσα.

Απέναντι μου μια παρέα από μεσήλικες νοικοκυρές με κοιτούν επίμονα, πάντα με ενοχλεί αυτό, είμαι πολύ ταπεινός, παρότι ξέρω τα προσόντα μου. Γελάνε κάθε τόσο και με δείχνουν με θαυμασμό. Δεν μπορώ, γυρνώ από την άλλη πλευρά και ανοίγω την εφημερίδα, το διάβασμα με κρατά ενήμερο, βελτιώνει και τα ανακλαστικά μου.
Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση, τα διαβάζω όλα, στέκομαι όμως πάντα λίγο περισσότερο σε περίεργες ιστορίες, όπως τώρα, έχει ένα άρθρο με τίτλο: ψευδαίσθηση ή πραγματικότητα. Γράφει πως, περαστικοί είδαν ένα καπέλο ημίψηλο να διασχίζει το δρόμο χοροπηδώντας, αναβοσβήνοντας με έντονο πορτοκαλί χρώμα. Μια μηχανή με ταχύτητα, την οδηγούσε εβδομηντάχρονος με συνεπιβάτη συνομήλικη εντυπωσιακή ξανθιά, τρόμαξαν από το καπέλο, παρέκλιναν της πορείας τους και συγκρούστηκαν με ανάπηρο μετανάστη στην απέναντι γωνιά. Τραυματίστηκαν θανάσιμα και οι τρεις.
Τι να πω τώρα, κρίμα, έπρεπε να πρόσεχαν περισσότερο, οι δρόμοι στην εποχή μας είναι πολύ επικίνδυνοι.

Κοίταξα την ώρα στο απέναντι ρολόι, έπρεπε να φύγω σκέφθηκα, νύχτωνε και ήθελα να κάνω ένα τελευταίο έλεγχο. Σηκώθηκα και προχώρησα προς τις τουαλέτες, κατέβηκα τα πράσινα σκαλιά, δεξιά ήταν οι αντρικές, μπήκα στο προθάλαμο, δεν ήταν κανείς, μύριζε όμορφα, λίγο βρώμικος, με τρίχες κολλημένες στα υγρά πλακάκια δίπλα στους νεροχύτες, σε διάφορα είδη και μεγέθη. Καλός οιωνός ψιθύρισα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι τρίχες ανεβάζουν την αδρεναλίνη μου στα ύψη, ξαφνικά, τρέμω και κοκκινίζω, πιστεύω ότι έχει σχέση με τη πίστη μου, γι αυτό όπως τώρα γυρνάω προς το καθρέπτη προσκυνάω τρεις φορές και κάνω το σταυρό μου, ευτυχώς όμως, δεν είχα κρίση.

Μπήκα στη τελευταία πόρτα αριστερά, δεν κλείδωνε, ακούμπησα με τη πλάτη στη πόρτα, σήκωσα τη καμπάνα του παντελονιού και ήλεγξα το μηχανισμό στο πόδι, ενοχλούσε λίγο η κάλτσα, γι αυτό προτίμησα να τη βγάλω. Θα έμενα με μια αλλά δεν πείραζε. Δυσκολεύτηκα να βγάλω το παπούτσι, είχε περίπου 10 εκατοστά τακούνι, μου ήταν και στενό, δεν μπορούσα και να σκύψω, έτσι, έβγαλα εύκολα το καπάκι της τουαλέτας και με τη άκρη του σπρώχνοντας το παπούτσι από τη πίσω πλευρά, με λίγη προσπάθεια το έβγαλα. Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα, τη κάλτσα την άφησα εκεί αφού πρώτα την έβρεξα για να φύγει η μυρωδιά, τη μυρωδιά μου δεν θέλω να τη γνωρίζει κανείς. Με ελαφρύ φύσημα από το σωληνάκι δοκίμασα και τη σφυρίχτρα, έβγαλε με κομψότητα τον ήχο που επιθυμούσα, λειτουργούσε άψογα.

Ανέβηκα τα σκαλιά γρήγορα και με κέφι, ήμουν έτοιμος, είχα κάνει και μια χορευτική φιγούρα με το χέρι ψηλά, μπροστά στο καθρέπτη λίγο πιο πριν, μια συνήθεια από παλιά. Έπρεπε να δείτε πως κυμάτισε η καμπάνα στη περιστροφή.

Έφυγα από το μπαρ και ανηφόρησα προς το μεγάλο κεντρικό δρόμο που οδηγεί έξω από τη πόλη, στα Ανατολικά. Ο δρόμος αυτός με αρέσει πολύ, έχει τα στοιχεία εκείνα που βοηθούν πολύ το έργο μου, έχει στο μέσο του μια στενή νησίδα, που χωράει ίσα – ίσα δυο ανθρώπους στο πλάτος της, τα αυτοκίνητα τρέχουν γρήγορα, είναι κακοφωτισμένος, και δεν υπάρχει κόσμος στα πεζοδρόμια, κάπου κάπου κάποιος το διασχίζει, ιδανικός.

Ξαφνικά, σε κάποια στιγμή της ζωής μου αρκετά χρόνια πριν, εμφανίστηκε η ανάγκη μου να βοηθώ, ξεκίνησε απλά, μια ηλικιωμένη που δυσκολευόταν να κουβαλήσει τα ψώνια της, ένας νεαρός που ζητούσε ένα ευρώ για εισιτήριο στο αστικό, ένας ηλικιωμένος που έψαχνε τις τουαλέτες στο ΙΚΑ της γειτονιάς του, μια νοικοκυρά που έκλαιγε τη χαμένη ομορφιά της……Με τα χρόνια εξελίχθηκα, βελτιώθηκα, ερμήνευσα καλύτερα τη πίστη μου στο θεό και έφθασα στη σημερινή τελειότητα.

Κρίνετε σεις τη κομψότητα και τον ανθρωπισμό μου. Περιμένω στην νησίδα, υπάρχει ένα πλάτωμα , κάνω πως μιλώ στο κινητό, μην εκπλήσσεστε έχω κινητό, παλιό μεν, μεγάλο, δεν λειτουργεί, αλλά κάνει τη δουλειά του. Εδώ και λίγη ώρα, από την άλλη άκρη της νησίδας έρχεται κάποιος, περπατάει αργά, απέχει περίπου πενήντα μέτρα, προετοιμάζομαι….
Όλα είναι θέμα συντονισμού, τη στιγμή που θα βοηθήσω θα πρέπει να είμαι ακριβώς δίπλα του από τη μέσα πλευρά και συγχρόνως να πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα ένα αυτοκίνητο.
Οι μηχανισμοί είναι έτοιμοι, στο στόμα μου έχω το σωληνάκι της σφυρίχτρας, και το δάχτυλο έτοιμο για να πατήσει το κουμπί του εμβόλου. Είναι η στιγμή που αποκαλύπτεται η τέχνη μου, η αγάπη μου. Το ένστικτο λειτουργεί με ακρίβεια, τη κατάλληλη στιγμή, όταν με φθάνει και είναι σχεδόν δίπλα μου, σφυρίζω και πατάω το κουμπί.

Με τον καιρό έχω εξασκηθεί, δεν κοντοστέκομαι καν, βαδίζω φυσιολογικά και στρίβω στην άλλη πλευρά. Τα μάτια πάντα δακρύζουν ευγενικά, τους πονώ γι αυτό και τους βοηθώ.
Ο ήχος της σφυρίχτρας τον τρόμαξε και το έμβολο με ευκολία κτυπώντας το πόδι του τον ώθησε στο δρόμο. Το περαστικό αυτοκίνητο τον πέταξε μέτρα μακριά.

Βρίσκομαι στο αγαπημένο μου στέκι και πίνω τοματόζουμο με αλάτι και πιπέρι. Διαβάζω την εφημερίδα και η μυρωδιά του διπλανού φυτού συνεχίζει να με ενοχλεί. Όπως ξέρετε ήδη, με αρέσουν τα παράξενα νέα, υπάρχει ένα με τίτλο, ο πρώην παπάς και οι παπαδιές, σας το μεταφέρω: ηλικιωμένος, πρώην κληρικός, ανύπαντρος, εντελώς ξαφνικά πετάχτηκε στο δρόμο και παρασύρθηκε από διερχόμενο με μεγάλη ταχύτητα αυτοκίνητο που το οδηγούσαν, δυο φίλες παπαδιές……

Είχε περάσει η ώρα, νύκτωνε, σηκώθηκα για τη τουαλέτα, έπρεπε να κάνω το τελευταίο έλεγχο, οι μηχανισμοί ήταν καινούργιοι και θα τους χρησιμοποιούσα για πρώτη φορά…………..

AlexMil Ιούλιος 2009

Επόμενη παράξενη ιστορία
Ο καπνιστής

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Τα σχόλιά μου σε άλλα blogs

Γεια σε όλους, φίλους και φίλες,
είθε το μεγαλο διάστημα να σας έχει καλά.

Με αρέσει να γράφω σχόλια σε άλλα blog , για πολλούς λόγους, κυρίως για επικοινωνία, συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων, αθώα πειράγματα. Συνήθως η γραφή μου είναι γρήγορη, πολλές φορές απαίδευτη, ο χρόνος βλέπετε, όμως μερικές φορές εστιάζω περισσότερο, όπως όλοι μας αλώστε, σε θέματα που με ενδιαφέρουν, όπως πολιτικής, τέχνης, αισθητικής, θρησκείας, μεταφυσικής, αντιεξουσίας κ.λ.π.

Επειδή το blog μου θέλω να είναι έκφραση των συναισθημάτων μου μέσα από τη ποίηση και το διηγηματικό λόγο, δεν γράφω κείμενα που να διαπραγματεύονται θέματα όπως αναφέρω παραπάνω. Βέβαια οι στοίχοι μου αλλά και τα διηγήματα, έχουν έντονη τη διάσταση της ζωής και της κοινωνίας σε όλες τις εκφάνσεις της, οι εικόνες που προσπαθώ να προβάλω μιλούν πάντοτε για τη ζωή σουρεαλιστικά και πραγματικά, είναι όμως συναισθηματικές – καλλιτεχνικές απόπειρες και μόνο.

Για αυτό λοιπόν όποτε θεωρώ κάποιο σχόλιό μου σε άλλο blog ενδιαφέρον, θα βάζω το link του για οποιον /α ενδιαφέρεται. Οπως τώρα, αυτό για τη πόλη κσι τη τέχνη στο εξαιρετικό blog "Paradise lost blog". Κλικάρετε εδώ

Με εικονικά φιλιά στο μέτωπο
Η σκόνη του κόκκινου ήλιου να σας προστατεύει.


AlexMil

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Σε μια καρέκλα καθιστός

Σε μια καρέκλα καθιστός, λίγα μέτρα πιο πέρα από ένα δρόμο της συμφοράς, ιπτάμενους ελέφαντες παρατηρώ να τον περνούν, με αεροσυνοδούς και επιβάτες, πιλότους έχουν παπάδες όλων των θρησκειών και καύσιμα, χυλό πίστης και υποταγής, ειδικής μάρκας και κατασκευής.

Απέναντι, καθώς πρέπει μικροαστοί, αφηνιασμένοι ουρλιάζουν, πως έγινε, τα αυτοκίνητα ελέφαντες να γίνουν, κανείς δεν τους ενημέρωσε, ούτε η tv ούτε του κράτους οι αρμόδιες υπηρεσίες. Η εντολή έρχεται από ψηλά, τα ρούχα τους να βγάλουν και πίσω από τους βράχους να κρυφτούν, δεν πρέπει έτσι να τους δουν αυτοί που θα περάσουν.

Πιο πέρα, στ’ αριστερά, πρόσωπα γνωστά και διάσημα, της οθόνης καλλονές και της εξουσίας προστάτες, γονατισμένοι περπατούν, στη πλάτη τους φυτρωμένα φτερά μιας χρήσης έχουν, γι’ αυτό και δεν πετούν, φοβούνται να το κάνουν, γιατί αιώνια θα περπατούν, δια βίου εκτεθειμένα τα οπίσθια θα έχουν.

Στο βάθος, με φόντο το γαλακτερό βουνό λουσμένο από θεϊκό σπέρμα, εκεί στο μπαρ με τους αρρενωπούς συνοδούς, στοιχισμένοι μετανάστες, κάθε φυλής και χρώματος, με πρόσωπα διαφημιστικά, χαρωποί , επιταγές πλουσιοπάροχες κρατούν, σαν σημαιάκια φαίνεται να τις κουνούν, έρχονται προς τα εδώ, έχουν για αρχηγό, ένα φασίστα χρωματιστό, ξυρισμένο και τεκνό.

Πίσω τους νοικοκύρηδες, με φούστες ανδαλουσιανές και πολύχρωμα στρας, με δυσκολία περπατούν, στραβοπατημένες γόβες δέκα εκατοστών φορούν, πρέπει και να κουβαλούν τις νοικοκυρές στη πλάτη. Ευτυχώς γι’ αυτούς, ιπτάμενα τσιγάρα από πάνω τους περνούν, εντερικούς σωλήνες εκτοξεύουν με πιπίλες γονικές, για να ρουφούν και να μπορούν, στις διάφανες γόβες τους να ισορροπούν.

Μεγαλοδύναμε, θέλω να σηκωθώ, η καρέκλα μου από τη μια μεριά βουλιάζει, σε υπαίθρια περιττώματα με παράτησαν φίλοι, τους στίχους μου δεν άντεχαν ν' ακούν με στόμφο λυρικό να απαγγέλω, για αγάπες κατοικίδιων και μικροαστών, για κουνούπια που έγιναν πόρνες, για υδραυλικούς σταρ που έμαθαν να τραγουδάνε.

Πετάγομαι και παραλίγο να πέσω στα σκατά, από πίσω μια στρατιά από ανόητα παιδιά, πεινασμένα φαίνονται, πίνακες του Πικάσο του Νταλί, του Μιρό, όλων των λαμπρών σουρεαλιστών, πάνω σε πλατφόρμα προεκλογική, τους κουβαλούν, δεμένους έχουν πίσω χρωματιστούς ασβούς, διαβάζουν στοίχους του Ελυάρ και ποδοσφαιρικά σε κάθε ποιητική στροφή, με συνθήματα ουρλιάζουν.

Να φύγω αποφασίζω, από του παντελονιού μου τη τσέπη, μια μύγα βγάζω τραβεστί, ζευγαρωμένη κάποτε με πλούσιο πολιτικό, την καβαλώ και προς τ' ανατολικά πετώ, κάπου προς τα κει είναι οι φίλοι μου οι σεβαστοί, πάνω σε διονυσιακό φαλλό πιασμένοι .

Όμως τι βλέπω, από μακριά ένα χέρι, ένα γαλάζιο γιγάντιο χέρι τον ορίζοντα να τσαλακώνει.
Για μια στιγμή, νόμιζα πως ήταν πάλι κόλπο της tv, σαν τη γρίπη τη μαζική, ίσως κόλπα διαφημιστικά αυτά που έβλεπα πιο πριν, αλλ’ όμως κάτι δεν πήγαινε καλά, αν όλα ήταν έτσι, γιατί από τα περιττώματα η μυρωδιά υπήρχε ακόμη;

Και πριν καλά – καλά ξανασκεφτώ, μήπως το τηλεκοντρόλ με σώσει, το γαλάζιο χέρι με φθάνει και με τσαλακώνει.

Αυτή είναι μια ιστορία αναρχίας, τρέλας και αγάπης, αν την πιστέψετε, τον ήρωα του Θερβάντες ακολουθήστε, σίγουρα στο ταξίδι όλοι μας, μια Δουλτσινέα / ο θα ονειροπολούμε.

AlexMil Ιούλιος 2009

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Διάβολε, χάνομαι

Άκουσα πάλι στης νύχτας το σκοτάδι τα δάκρυα μου, καυτές σταγόνες να κατρακυλούν να πέφτουν στου δρόμου την άκρη και απ' τα χέρια, τ' αστέρια έχασα, αναμνήσεων κραυγές έγιναν, σκόνη πικρή, ανεμοσκορπισμένη. Του προσώπου μου οι συσπάσεις, μάσκα αρχέγονου πόνου, τη ψυχή μου αγρίεψαν, στον άνεμο ούρλιαξα, λόγια, δεν ξέρω, ίσως αγάπης, που ο χρόνος παγίδεψε, για ν’ ακουστούν στους ήχους της σιωπής, για να ταξιδέψουν στο μετά, στη μοναξιά του χρόνου και της καρδιάς της.

Τραγούδια αγαπημένα με σταμάτησαν κάπου στο πουθενά, δεν έβλεπα, τα μάτια παραμόρφωναν, τεθλασμένα περιγράμματα, φωτεινές πνοές, εικόνες σχισμένες, στην οθόνη στο βάθος της σκοτεινής προοπτικής, σταγόνες καρδιάς, όλα, το τώρα έδιωχναν, περιστρεφόμουν και τα χέρια άπλωνα το παρελθόν να ακουμπήσω, με δάκρυα διαμαντένια το χρόνο πλήρωσα, πέτρινες πύλες άνοιξα για να την συναντήσω. Μα το διάβολο, τα δάκρυα συνέχιζαν, όμως τ’ αγγίσματα, ανατριχίλες μέσα κι έξω, χάδια ερωτικά τα ένοιωθα, σε κόσμο άσωμο κατρακύλησα, τη καρδιά της ψυχής μου έκαψα και στην δάκρινη λίμνη την έσωσα. Στην ακτή με τους κόκκους του πόνου βαριαναστέναξα, τη σκεπτόμουν, η πνοή της κύματα λυτρωτικά το σώμα μου σαγήνευαν, το κορμί της, επαφή υπόσχεσης, στη μηχανή, ταξιδιώτες αόρατοι του πεπρωμένου ήμασταν, σε μια ασταμάτητη φυγή.

Άνεμος φίλος και παρηγορητής, τα αναφιλητά μου σκεπάζει και από μονοπάτια απατηλά με οδηγεί σε χρόνους κυματιστούς, χάρτινος γίνομαι, και στον ουρανό πετώ και χάνομαι, τσαλακωμένος, παλιόχαρτο, πολλές ιστορίες, τελειωμένες, κάθαρση και αναμονή για το ταξίδι, σαν χαιρετισμοί σε σταθμό νυχτερινό, φωνές που έγιναν βουητά αδικημένης αγάπης, τρέλα με σκίτσα παιδικά, απλές επιθυμίες περπάτημα σε δρόμους τυχοδιωκτικούς, εγώ κι εκείνη, δάκρυα που ομιχλώνουν τα απλά, τα απαραίτητα,

διάβολε, χάνομαι,

θέλω να χαθώ, έστω για λίγο, να διαλυθώ στου κόσμου το πριν, με τα δάκρυα της πίκρας, μελαγχολικές σταγόνες αντιστροφής, να περπατήσω από εκεί που πέρασε, για να ρυθμίσω και πάλι με τη μπαγκέτα του χρόνου, το αφιονισμένο παρελθόν μας. Σβήνω τα δάκρυα με τη πνοή της καρδιάς μου, στο τίποτα τα χέρια απλώνω χάδια να της προσφέρω, με το αστρόφως μέσα στο σκοτάδι της απομόνωσης, γραμμές, καμπύλες, σχήματα τρισδιάστατα τεχνουργώ, πολύτιμα πετράδια, πορφυρά στολίδια στο κορμί της, παντοτεινές υποσχέσεις στη αιωνιότητα, όταν στο σύμπαν για να τη ξαναβρώ, θα ψάχνω ανάμεσα στ' αστέρια.

Που είσαι; Ταξιδιώτης στις αλάτινες γραμμές των δακρύων μου, σε ανήλια στέκια μεταμοντέρνων αισθημάτων, τατουάζ στο δέρμα μου χαράζω, αιμάτινο σχήμα της μορφής σου, της Βεγγάζης μυθική θεά, για να σε βρίσκω, παλλόμενη οπτασία, αερικό, στης μοναξιάς μου τα ταξίδια, σε χάρτινους αυτοκινητόδρομους, ζωγραφιές με γκρίζες γραμμές που τελειωμό δεν έχουν.

Στης μηχανής το καθρεφτάκι, λερωμένη η μορφή σου τρεμοσβήνει, ο κόμπος στο λαιμό τη συγκρατεί λίγο πριν ξεψυχήσει, πλαγιάζω στη δεξιά στροφή και στην έξοδο μαρσάρω, στο βάθος λαμπιόνια για περαστικούς παρατηρώ, θα σταματήσω, κάτι θα βρω, αστέρια στα χέρια θα κρατώ, ένα στριφτό θα κάνω, θα πιω, θα δώσω, θα παρηγορηθώ.


Στη συναυλία της ζωής, παλλόμενα κορμιά με σηκωμένα χέρια, ροκάρουν συναισθήματα ψυχών, στο μπαρ, του ξανθού υγρού φαντασιώσεις, και συ στο βάθος χαμογελάς, με καλείς, λικνίζεσαι με υποσχέσεις. Το τέλος και η αρχή των λυγμών, η συνέχεια της αναζήτησης, το κυνηγητό μέσα στη σκόνη του κόκκινου ήλιου, στην αστρόσκονη της ελπίδας.

AlexMil Ιούλιος 2009

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Ηδονή στο κόκκινο πλανήτη


Με πάθος,
στο μαύρο μεταλλικό τοίχο την έσπρωξα,
πίσω,
από το μπαρ των ψυχοναυαγών ,
στο κόκκινο πλανήτη του Σείριου,
γνωριμία,
ποτών που της κέρασα,
πόθου τρεμουλιαστού, ηδονικού,
σε χαρτονόμισμα των εκατό που της έδωσα.

Τα φεγγάρια τη χλόμιαζαν,
η αστρική πνοή,
κόκκοι φωσφορίζοντες
χαοτικές γραμμές στο δέρμα της σχημάτιζαν,
το διακόπτη της ηδονής γύρισε,
το σώμα της υγράθηκε,
και μύριες ανατριχίλες,
τη σχισμή διαπέρασαν.

Με λαχτάρα εφηβική,
τα χείλια μας,
με το ερεθισμένο σάλιο,
να συγκρατούν φιλήδονα,
τρυφερά ακούμπησαν,
μα τους γαλαξίες, δεν αντέξαμε,
με μανία τα ρουφήξαμε,
τα ματώσαμε,
με τις γλώσσες σε ξέφρενο ρυθμό
τους χυμούς τους ήπιαμε
και με τα στόματα,
σε χορό ανδαλουσιανό,
ορθάνοικτα,
με τα πνευμόνια μας,
ερεθισμένες πνοές με μουγκρητά ηδονής ανταλλάξαμε.

Τα χέρια μας,
καυτές απολήξεις,
σε άγριες ρυθμικές κινήσεις
με ηδονή τα ρούχα λέκιασαν
με υγρά τις πτυχές λίπαιναν,
λευκές σταγόνες έκστασης ,
από την άκρη έχυσαν,
και τον πόθο,
στου γυμνού τα όρια εκτόξευσαν.

Λίγες στιγμές μόνο,
γιατί σε ξέφρενο παροξυσμό,
τα ρούχα που εμπόδιζαν,
σπασμωδικά πετάξαμε,
δάχτυλα,
και παλάμες σφικτά αγριεμένες,
ανεβοκατέβαιναν
και στους δρόμους των υγρών της ηδονής,
οι γλώσσες μας σε ξέφρενη
επανάληψη τους ερεθισμούς κορύφωναν.

Τα κορμιά,
λαμπαδιασμένα πάλευαν,
με περιδινήσεις χαοτικές,
με επιθέσεις ξαφνικές,
το ένα μες το άλλο,
για μια στιγμή,
και έβγαιναν,
περίκλειστες ερεθισμένες πτυχές,
τρελαμένες,
την σκληρότητά του
με βίαιες παλινδρομήσεις ανίχνευαν,
με υγρά παραδείσια τον άλειφαν
και ετοιμαζόντουσαν.

Ήταν η τύχη σίγουρα
λίγο πριν την ολοκλήρωση,
που τα φεγγάρια,
με πορφυρό χρώμα μας έλουσαν.
Η μαγνητική θύελλα που ξέσπασε,
με λευκές κυματοειδείς ακτίνες,
μας χάιδεψε
και μας εκτίναξε,
το σώμα της
σε στάση ολοκλήρωσης,
από πάνω,
σε μια υπέρτατη προσπάθεια,
αρχέγονα, απαιτητικά,
την ηδονή,
πιο βαθιά ακόμη έβαλε
και με άγρια βογγητά
τα υγρά,
πύρινες σταγόνες
μέσα της εκτίναξε.

Λίγο μετά,
στο μπαρ δεν με γνώριζε.
Με καπνό αρωματικό,
από τον πλανήτη γη,
ένα τσιγάρο έστριψα,
και το παγωμένο ποτό,
που ο μπάρμαν με πρότεινε
με μικρές γουλιές τέλειωσα.

Ακόμη ένα ζήτησα…
μα το διάστημα, το απόλαυσα.


AlexMil Ιούλιος 2009

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Στα άστρα αναζητώ

Άνεμος από τα Δυτικά φυσάει δυνατός,
σκόνη λεπτή το φόντο κοκκινίζει,
και λίγο πριν χαθεί στου ορίζοντα το ίχνος,
τον ήλιο σαν αιμάτινη σταγόνα εμφανίζει.
Τ’ άστρα,
του σύμπαντος οι αφορμές,
το χάρτη των ονείρων ξεδιπλώνουν,
ακόμη μια φορά,
αστρόφως ελπίδας και διαφυγής εκπέμπουν,
ίδια παντού απ’ όπου και αν τα βλέπουν,
των ανθρώπων οι ανόμορφες,
ψυχές και καταστάσεις.

Τα ουρλιαχτά των σκύλων
φαντάσματα στο πουθενά,
στο μπαρ πίσω από του τραίνου τις γραμμές,
κάπου στο κόκκινο βράχο,
τη μοναξιά του αναβάτη συντροφεύουν,
στροφές χωρίς τέλος και αρχή,
μόνο η μυρωδιά της πίκρας,
η γεύση του σάλιου χωρίς φιλί,
η στοργή της μηχανής,
το μόνο που κάθε φορά μένει,
ροδιές, τα ίχνη της μοίρας, της ζωής.

Στης ξενιτιάς το αμπάρι
στο υπόγειο μιας πόλης των πιστών,
δίπλα στον υπόγειο σταθμό,
έσβησαν τα ουρλιαχτά των εντολών,
τα αναφιλητά σταμάτησαν,
και οι ψυχές ξάγρυπνες με τα μάτια ξεραμένα
από τους κυνηγούς αλαφιασμένες,
τσακισμένες καρδιές,
στοιβαγμένα κορμιά,
των αγαπημένων τους τα φυλακτά σφιχτά κρατούν,
με τα χείλια τα ψηλαφούν
και με αναστεναγμούς,
κραυγές ψυχής τα ψιθυρίζουν.

Σε κάποια φτυσμένη του κόσμου πλευρά,
πίσω από το όχημα της ενοχής,
η βοήθεια της ντροπής μας,
κορμιά συνωστισμένα, μάτια διαμαντένια
αθώες ψυχές με τα χέρια ψηλά,
πακεταρισμένες συγγνώμες στο αέρα γραπώνουν,
εκλιπαρούν,
έστω για λίγο τη ζωή να κερδίσουν,
ο χρόνος γι’ αυτούς, αντίστροφα μετρά,
η ενοχή μας για άλλη μια φορά,
μόνο αυτή μένει,
αλλά είναι αρκετή;
όταν ο χρόνος τους σε μια στιγμή μπορεί και να τελειώσει;

Στη τυραννισμένη πόλη,
τη κατεστραμμένη απ’ των ευσεβών τα πυρά,
στο σπίτι πίσω από την εκκλησία του θεού,
ο θρήνος του μικρού παιδιού,
το χρόνο κάνει και δακρύζει,
άδεια η πολυθρόνα στη γωνιά,
η αγκαλιά, η λατρεμένη,
των χαδιών η αγάπη δεν υπάρχει πια.
Αναφιλητά της ψυχής του αναβλύζουν,
κι απ’ το ημερολόγιο της μνήμης
τραγούδια που αγαπούσαν ψιθυρίζει.
Θέλει ο χρόνος πίσω να γυρίσει,
στις κοντινές και μακρινές,
τις μαγικές στιγμές,
στης ευτυχίας τις γαλήνιες περιστροφές,
αλλά το ξέρει, δεν μπορεί,
θέλει όμως το γιατί,
τη ζωή του στέρησαν με του όπλου τη δειλία,
θρηνούν τουλάχιστον αυτοί;
οι ζηλωτές;
της πίστης οι προσευχές πάλι θα
τους συγχωρήσουν;

Της απαρχής του κόσμου δημιουργίες,
το παρελθόν εξιστορούν,
αστέρια,
του σύμπαντος λαμπερές ψυχές,
ύλη της ζωής,
της αρχής και τους τέλους.

Ιστορίες ανθρώπων,
από τη σχισμή της απελπισίας
και του πόνου τη δίνη,
την ελπίδα στα αστέρια αναζητούν,
οι ευχές τους,
κάλεσμα αρχέγονης καταγωγής,
σε γαλαξιακά πλοία ταξιδεύουν,
τις γραμμές των αστεριών ακολουθούν
ηχώ συναισθημάτων μεταφέρουν,
στα σύμπαντα των αστεριών,
πραγματικότητα για να γίνουν.

Ο άνεμος κόπασε τώρα,
σιώπησε από τους αναστεναγμούς το πόνο,
τα άτια του ουρανού,
αιθέριες οπτασίες,
με αναβάτες, των επιθυμιών τις προσδοκίες,
καλπάζουν και χάνονται,
στο βάθος, των αστεριών το φόντο,

-------
η μηχανή,
στο τέλος του δρόμου δεν φαίνεται,
τη φυγή της, στρόβιλοι αστρικής σκόνης τη κάλυψαν,

και ο ξενιτεμένος,

στο φτωχικό του στρώμα,
στο υπόγειο της ενοχής,
τη γαλήνη από την άλλη μεριά ζητά,
τα δάκρυα έχουν σβήσει,
γυρνά και αποκοιμάται.

Το πεινασμένο παιδί,
στη αγκαλιά του πονεμένου γονιού,
αφήνεται γλυκά και παραπονεμένα.
Όνειρα αθώας ζωής
από δαίμονες κυνηγημένα,
ίδια με του παιδιού,
που το γονιό του έχασε,
από άλλων γονιών τα βόλια.


AlexMil Ιούλιος 2009

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Παράξενες ιστορίες: Νέα ζωή

Σκοτείνιασε εδώ και ώρα, ομίχλη, ανάλαφρη, κινητική, σαν να βγαίνει στροβυλίζοντας από χαραμάδες, εδώ και κει, μια βροχή αδύνατη, καχεκτική, διαγράφονται στο κιτρινόφως ενός ξεχαρβαλωμένου φωτιστικού στο κέντρο της μικρής πλατείας.

Αυτός, περιμένει με υπομονή, κουρασμένος, δυσκολεύεται να κρατήσει τα μάτια του ανοικτά, όμως μένει ξύπνιος, πρέπει να έρθει η κατάλληλη ώρα για να μπει.
Ήρθε από τη Βόρεια πλευρά της πόλης, με τις εγκαταλειμμένες συνοικίες, 4 με 5 χιλιόμετρα απόσταση, μια δύσκολη διαδρομή, με τρελαμένους κυνηγούς παντού.
Τώρα, στο υπόγειο του εγκαταλειμμένου σπιτιού, παγωμένος και πεινασμένος, ματωμένος από τη φαγούρα που τον τρελαίνει, ικανοποιημένος παρ' όλ' αυτά, προσέχει όσο μπορεί τα θαμπά φώτα.

Το οπτικό του πεδίο, η απέναντι πλευρά της πλατείας, σκηνή μπαρόκ με σπίτια γερασμένα, βρώμικα από γκριζοπράσινες λωρίδες, σκόνης, βροχής και οξειδωμένου χαλκού.
Αισθάνεται πως τον κοιτούν, τα σκοτεινά τους τζάμια, σαν εφιαλτικά μάτια βλεφαρίζουν, θαρρεί πως οι πόρτες σαν σουφρωμένα γεροντίστικα χείλια του στέλνουν φιλιά.
Πάντα φοβάται τις παραισθήσεις της πολύωρης αναμονής και του ταλαιπωρημένου του κορμιού, τότε νομίζει πως τραγουδά με τη ξεδοντιασμένη του αναπνοή.

Μπήκε από τη χορταριασμένη πίσω αυλή , ένα σπασμένο παράθυρο, ήξερε το μέρος γιατί είχε ξανάρθει. Συνήθως δεν δυσκολεύεται, επιβιώνει με ικανότητες αρπακτικού που τις απόκτησε στο δρόμο. Δυνατή όσφρηση, οξυμμένη ακοή, διαίσθηση του κινδύνου, αυξημένη μυϊκή δύναμη, ευελιξία, και νοημοσύνη το μόνο που ευτυχώς δεν χάθηκε από το παλιό του εαυτό.

Πάντα, σε ώρες αναμονής σκέπτεται και κυνηγά. Συνήθως μένει ακίνητος και αυτό τον βοηθά. Η μυρωδιά του ίδια με αυτή της μούχλας και των οχετών, δίνουν το πλεονέκτημα, τον αντιλαμβάνονται όταν είναι αργά.
Όπως τώρα, από τα δεξιά του, πολύ κοντά και καταπάνω του έρχεται η τροφή, δεν αποσπάται η προσοχή του, για μια στιγμή μόνο το χέρι κινείται με ταχύτητα, την αρπάζει και με τη κοφτερή λάμα με το άλλο την αποκεφαλίζει. Του αρέσει όταν είναι ζεστή, με σπασμούς ζωής ακόμη κα το αίμα να αναβλύζει. Πρώτα ρουφά όσο προλαβαίνει και μετά αργά, δεν βιάζεται, με μικρά θρεπτικά κομμάτια την καταβροχθίζει.

Σκέπτεται πολύ, τη ζωή του καιρό πριν.
Υπάλληλος, ένας ευυπόληπτος πολίτης ήταν, με οικογένεια και παιδιά. Ζωή συνηθισμένη, χωρίς πάθος, αρκετά χρόνια γάμου.
Όλα έγιναν ξαφνικά και τέλειωσαν
γρήγορα. Έχασε τη δουλειά του, 25 χρόνια υπηρεσίας, η οικονομική κρίση είπαν, αλλά δεν ήθελαν μεσήλικες, σάρκα, εργατική νεανική ζητούσαν να καταβροχθίσουν. Του πήραν σπίτι αυτοκίνητο, όλα ήταν υποθήκη, ξόδεψε τη αποζημίωση και τη σύνταξη για να τα σώσει, δεν τα κατάφερε και στο τέλος δεν του έμεινε τίποτα.
Οι φίλοι απομακρύνθηκαν, στο τέλος τον εγκατέλειψαν η γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν ήταν αχάριστοι, διαχρονικής κόπιας θρησκευόμενοι ήταν.

Εμεινε μόνος, χωρίς σπίτι, δουλειά, φαγητό.
Το πρώτο καιρό τριγυρνούσε στη πόλη εύρισκε δουλειές του ποδαριού, ίσα – ίσα για φαγητό και ύπνο φθηνό.
Σύντομα όμως, τα πράγματα χειροτέρεψαν, άρχισε να κοιμάται εδώ και κει, στα πάρκα στην αρχή, μέσα στις πυκνές φυλλωσιές, τον βόλευε, έπλενε το σώμα και τα ρούχα με το δημόσιο νερό και προσπαθούσε όσο μπορούσε να μη φαίνεται παρατημένος.

Εκεί κάπου άρχισε η αλλαγή, ο χειμώνας ήρθε γρήγορα και η εμφάνισή του όλο και τρόμαζε, στο τέλος δεν μπορούσε να βρει ακόμη και δουλειές που άλλοι απέφευγαν.
Επιβίωνε με συσσίτια αλλά τον έδιωξαν και από κει.
Ήταν ήσυχος, προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος, αλλά δεν γινόταν, η μυρωδιά του απωθούσε, η μορφή του άγρια με πυκνή τριχοφυΐα δημιουργούσε ανατριχιαστικούς συνειρμούς και τα ρούχα του, ένα κοστούμι μαύρο με γλίτσα που καθρέπτιζε την ομορφιά του, με ξεχειλωμένες βελούδινες λωρίδες στα πέτα , και μπότες κόκκινες στραβοπατημένες, συμπλήρωναν τις δικαιολογίες των παπάδων για να τον διώξουν.
Για ένα ήταν περήφανος εκείνη τη εποχή. Φορούσε μια ζώνη από φιδίσιο δέρμα, και στη πίσω πλευρά της είχε μια θήκη για μαχαίρι. Τη βρήκε σε ένα σκουπιδοτενεκέ, όταν άρχισε να αναζητά τα αναγκαία για να ζήσει. Την έχει μέχρι σήμερα αν και πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Απ’ αυτήν έσυρε τη λάμα.

Επιτέλους σκέφθηκε, τα φώτα στο απέναντι εστιατόριο άρχισαν να σβήνουν. Είχαν πολύ κόσμο, θα πέταξαν και πολύ τροφή. Κοίταξε γύρω του, μια σπασμένη καρέκλα στην απέναντι πλευρά, ίχνη στους τοίχους από πίνακες που είχαν μετά από καιρό αφαιρεθεί και το πόδι μιας παιδικής κούκλας, δίπλα στη πόρτα που οδηγούσε σε ένα διάδρομο.
Δίπλα του η ουρά της τροφής του ακόμα κτυπιόταν σπασμωδικά, την είχε φτύσει, δεν του άρεσε ποτέ.
Δεν ήταν κακός δεν έγινε κακός, ήταν ακόμη γεμάτος αγάπη σκεφτόταν, καθώς σκυφτός και με γρήγορα βήματα διέσχιζε τη πλατεία.
Οι σταγόνες της βροχής πιο πυκνές και δυνατές τώρα, τον έβρεχαν, τον πονούσαν αλλά δεν τον ένοιαζε, είχε φθάσει στο στόχο του. Διέσχισε το στενό διάδρομο στα δεξιά του κτιρίου που οδηγούσε στο προαύλιο πίσω. Στη γωνία στο βάθος είχαν τα σκουπίδια, περικλεισμένα με μεταλλικό πλέγμα. Με ευκολία πήδηξε από την άλλη πλευρά.


Ξεκίνησε να ψάχνει τροφή στα σκουπίδια, τότε που οι παπάδες τον έδιωξαν από τα εστιατόρια του θεού. Δουλειά δεν μπορούσε να βρει και αυτά το έσωσαν.
Ξερνούσε όταν άρχισε, αλλά σύντομα συνήθισε. Στην αρχή έτρωγε ότι έβρισκε, στους σκουπιδόσακκους υπήρχε άφθονη τροφή, μισοφαγωμένα μπιφτέκια, πατάτες με κέτσαπ, ψωμάκια όλων των ειδών, κόκαλα με κρεάτινα υπολείμματα που του άρεσαν πολύ, τα έγλειφε πρώτα και μετά ρουφούσε τα ζουμιά τους και ποτά όλων των ειδών, τα αναζητούσε σε υπολείμματα πλαστικών ποτηριών του άρεσε να γλύφει μέχρι οργασμού τα χείλινα ίχνη στις άκρες τους, γυναικεία σάλια και κραγιόν.

Με τον καιρό έγινε επιλεκτικός, όπως τώρα, ήθελε καλή τροφή και εδώ διέθεταν τη καλύτερη. Είχε και ένα ακόμη σπουδαίο λόγο.
Δυσκολεύτηκε λίγο να βρει αυτά που ήθελε, έσκισε πολλές σακούλες αλλά τα κατάφερε, δεν ήθελε μισοτελειωμένα ή δαγκωμένα, λερωμένα ας ήταν, με το βρόχινο νερό που λίμναζε δίπλα στους κάδους τα καθάριζε.
Έπρεπε να αλλάξει και ρούχα σκέφθηκε, καθώς έφευγε. Η μαύρη σακούλα στον ώμο τον κούραζε αλλά έπρεπε να επιταχύνει. Ένα ριγέ παντελόνι και μια μπλούζα που ανέσυρε από τα σκουπίδια μιας εργατικής πολυκατοικίας στη επιστροφή του, ταίριαζαν με τη περίσταση.

Απέφευγε τα επικίνδυνα μέρη, και άργησε να φθάσει στη περιοχή του.
Ξημέρωνε όταν μπήκε, κοιμόταν και δεν τη ξύπνησε.
Άφησε τη σακούλα στη γωνιά δίπλα στις στοιβαγμένες εφημερίδες και όπως ήταν κουρασμένος αποκοιμήθηκε αμέσως, ξάπλωσε σε ένα χοντρό χαρτόνι, που το χρησιμοποιούσε σαν χαλί για να προστατεύεται από το κατεστραμμένο ξύλινο πάτωμα.

Ήταν ένα παλιό κτίριο γραφείων πέντε ορόφους ψηλό, χρόνια πριν στέγαζε μια κοινωνική υπηρεσία, η ταμπέλα στην είσοδο υπήρχε ακόμη. Το προτίμησε κυρίως γιατί ήταν δαιδαλώδες, με πολλούς και μικρούς χώρους, ιδανικό για να κρύβεται και εύκολο στη διαφυγή αν χρειαζόταν.
Στο πρώτο όροφο, μακριά από τις σκάλες ήταν το μέρος που βρήκε, μικρό αλλά ασφαλές. Είχε ένα μεγάλο παράθυρο, με λίγα σπασμένα τζάμια που τα έκλεισε με χοντρό χαρτόνι. Του έδινε φως την μέρα, που δεν το χρειαζόταν γιατί συνήθως κοιμόταν, αλλά και διαφυγή αν εμφανιζόταν κίνδυνος. Τρία μέτρα ύψος εύκολα τα πηδούσε για να βρεθεί στη πλακοστρωμένη επιφάνεια της πίσω αυλής.

Ξύπνησε με τον ίδιο τρόπο όπως πάντα, άνοιξε τα μάτια και χωρίς να κινηθεί κοίταξε αριστερά και δεξιά για λίγο, με γρήγορες κινήσεις στη συνέχεια σηκώθηκε. Ήταν αργά μεσημέρι.
Ακόμη κοιμόταν, την είχε βρει λίγο καιρό πριν, στη συνηθισμένη περιπλάνηση για τροφή. Απροσδιόριστης ηλικίας, όχι πολύ μεγάλης, σωριασμένη στην είσοδο ενός σπιτιού. Ήταν νύκτα με δυνατό κρύο αέρα από τη μεριά του λιμανιού, με λίγο φως από ένα φανοστάτη λίγο πιο κάτω. Θα τη προσπερνούσε αν δεν άκουγε τα αναφιλητά της.
Συνήθως απέφευγε τις συναντήσεις, οι άνθρωποι τρόμαζαν όταν τον έβλεπαν αλλά η περιέργεια τον έσπρωξε να την πλησιάσει. Φαινόταν να τα έχει χαμένα, έτρεμε, αδύνατο κορμί ολιγοντυμένο και βρώμικο, μαλλιά μακριά και κουβαριασμένα, εικόνα εγκατάλειψης.
Τον κοίταξε, φάνηκε να τον βλέπει αλλά δεν αντέδρασε. Της μίλησε, με λέξεις κραυγές και χειρονομίες, οι ανάγκες μετάλλαξαν την ομιλία του, και αυτή κατάλαβε ή έδειξε πως κατάλαβε από φόβο.
Τον άφησε να τη βοηθήσει, με πολύ κόπο τη μετέφερε…….

Την κοιτάει τώρα ήσυχη όπως κοιμάται, έχει βάλει κιλά και αναρωτιέται ακόμη μια φορά για τον αλτρουισμό του. Τόσους συνάντησε μέχρι τώρα, συνήθως τους άρπαζε αν είχαν κάτι χρήσιμο ή τους προσπερνούσε αδιάφορα.
Έπρεπε να κάνει γρήγορα. Φόρεσε το ριγωτό παντελόνι, ήταν σκισμένο από τη μια πλευρά και πολύ κοντό, η μπλούζα μύριζε ψαρίλα αλλά του άρεσε, η μυρωδιά δεν τους ενοχλούσε.

Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα μαζί της. Τον σιχαινόταν, σιχαινόταν και το φαγητό που της έδινε, ξερνούσε αδιάκοπα, αλλά σιγά – σιγά άρχισε να τον δέχεται και να τρώει τη τροφή. Πρόσεχε αυτά που της έδινε, τα έπλενε, εξαφάνιζε τις δαγκωματιές, τις μυρωδιές,, είχε βρει ένα καλό τρόπο, με το σάλιο του τα έγλυφε αυτά μαλάκωναν και γινόντουσαν πιο γευστικά και μυρωδάτα.

Είχε ετοιμάσει το γεύμα, ένα χαρτόκουτο από σκληρό χαρτί, ενισχυμένο με κάθετα και οριζόντια ξύλα το τραπέζι.
Αυτή μόλις είχε ξυπνήσει, τον κοίταξε με απορία, συνήθως τέτοια ώρα ακόμη κοιμόταν. Δεν της είπε τίποτα, την έπιασε από το χέρι, τη σήκωσε και την οδήγησε στη τροφή, η αφορμή για τη αναζήτηση στην άλλη πλευρά της πόλης.
Ήθελε να την ευχαριστήσει για πολλά και αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος.
Η βροχή συνέχιζε όλο και πιο δυνατή, σχεδόν είχε σκοτεινιάσει, ο δυνατός αέρας έκανε το κτίριο να θορυβεί, σαν να παραμιλούσε, θρηνώντας τη μοίρα του και στο δωμάτιο η ατμόσφαιρα ήταν μαγική.
Κρατούσε στα χέρια της το καπέλο και το δαχτυλίδι. Τα φόρεσε ήταν τα δώρα του, το καπέλο το βρήκε σε μια σακούλα με αγαπημένα πεθαμένης γριάς ίσως, παλαιομοδίτικο, αλλά της πήγαινε και το δαχτυλίδι το άρπαξε από ένα πρεζόνι που δεν αντέδρασε, με
το χάρο συνομιλούσε.

Δεν μιλούσε, τι να της έλεγε άλλωστε, μόνο τη κοιτούσε. Οι καρέκλες τους έτριζαν σε κάθε κίνηση, καθώς γευόντουσαν τη τροφή με κραυγές ευχαρίστησης. Πεινούσαν, ήταν εκλεκτή τροφή, μισοφαγωμένη από πλούσια στόματα, αλλά φρέσκια και χορταστική.
Μια από τις επόμενες μέρες θα πρέπει να τη πάρει μαζί του, σκέφθηκε, να μάθει να επιβιώνει.
Σηκώθηκαν από το τραπέζι , είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, πλησίασαν το παράθυρο. Επιτέλους η βροχή είχε σταματήσει, το φεγγάρι από μια χαραματιά του ουρανού φώτισε τη νύκτα και έκανε αμυδρά τα πράγματα στο δωμάτιο.
Της έπιασε το χέρι διστακτικά, εκείνη ξαφνιάστηκε, αλλά το έσφιξε.
Η ησυχία τους βοηθούσε να ακούσουν τις ψυχές τους, ψυχές ματωμένες, παραμορφωμένες, διστακτικές.
Από τα αριστερά του στο πάτωμα ένας θόρυβος συρτός όλο και μεγάλωνε. Μία γρήγορη κίνηση με το πόδι και το θορυβώδες σπάσιμο το τέλος για τη ζωή.

Της πρόσφερε τη ζωντανή τροφή και αυτή την δέχθηκε. Λίγες μέρες πριν τη δοκίμασε και της άρεσε. Τη ρούφηξε με απόλαυση και κατάπιε με ευχαρίστηση τα υπολείμματα.
Του έσφιξε το χέρι, το ήθελε, τον εκτιμούσε,
το φεγγάρι είχε και πάλι κρυφτεί και το σκοτάδι έσβησε τα ίχνη.

Και η ζωή συνεχίστηκε,
με τους ίδιους όρους που πάντοτε νομοτελειακά βάζει,
αυτούς της επιβίωσης με τον οποιονδήποτε τρόπο και μέσο.


AlexMil Ιούλιος 2009


Επόμενες παράξενες ιστορίες:
- Η ώθηση που σκοτώνει
- Ο καπνιστής

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Το νέο μου Blog

Μια μικρή βελτίωση με ένα free template που το προσάρμοσα και μια αρχική image για να σας τρομάζω. Σε επόμενους καιρούς θα ανεβάσω και το animation με λάμψεις και αστραπές.

"Εζησε με πάθος και έφυγε για να ξανάρθει"


Με αγάπη
AlexMil

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

3d Animation - παράδοση & τεχνολογία


Επαγγελματικά αλλά και για χόμπυ ασχολούμαι πέραν των άλλων και με τη δημιουργία μικρής διάρκειας τρισδιάστατων animation που είτε ζουν αυτοτελώς είτε ενσωματώνονται σε μεγαλύτερα project.
Δημιουργούνται ψηφιακά με τη χρήση διαφόρων προγραμμάτων και πολλών ωρών δουλειάς.
Το επόμενο animation διάρκειας 15 sec, με ήχο, δείχνει την αντίθεση αλλά και την συνύπαρξη παράδοσης και τεχνολογίας και το δημιούργησα για τις ανάγκες ενός μεγαλύτερου project. Όλα βέβαια είναι ψηφιακά.

Κλικ και εδώ για να το δείτε στο YouTube

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Στον ουρανό αν με τα χέρια ανεβείς (Οι εξετάσεις)


Όταν ο χρόνος μετρά μόνο για μένα,
τότε κάτι συμβαίνει,
όταν μέσα στους ήχους της ζωής,
η σιωπή με κυριεύει
και μόνο οι κτύποι της καρδιάς τα σωθικά μου τραντάζουν,
τότε προχωρώ,
από γωνιά σε γωνιά ακροβολώ
και το στόχο μου πλησιάζω.

Απειλητικά κτίσματα,
φιγούρες απόκοσμες
ενός παρατημένου κόσμου,
στο δρόμο μου παίρνουν μορφή,
σκοτεινά, χρονοφαγωμένα,
με απόβλητα λουσμένα,
που πάνω τους,
παράσιτα,
πλάσματα αριθμόμορφα,
με τα χέρια σέρνονται,
παρανοϊκές αποβολές με μορφές δυσμορφικές.

Σαν με αόρατα εντερικά δεσμά να μ’ έχουνε πιασμένο,
με τρομοκρατούν,
θαρρώ πως της καρδιάς μου τους κτύπους,
σε στολής βηματισμούς ακολουθούν,
να τρέμω με κάνουν,
να μ' εμποδίσουν προσπαθούν,
στο φόντο της ψυχής μου να βρεθώ,
στο βάθος του δρόμου,
στο προβολικό αστρόφως,
το εστιασμένο σε πλήθος ανθρώπων.

Ο χρόνος είμαι εγώ,
οι νευρώνες της σκέψης
και των λοβών η ενόραση,
με τις διόπτρες του θάρρους
ανθρώπινα όντα ιχνηλατούν.
Με προσπερνούν,
έχουν σκιτσαρισμένη θλίψη
και σώματα που σπινθηρίζουν,
άφτεροι άγγελοι της αθωότητας,
που στο βάθος χάνονται,
σε φόντο με εκκρίματα χρωματιστά.

Όταν η θύελλα του φανταστικού κοπάζει,
και ο εφιάλτης στα δερματικά διαλύεται υγρά,
από την άλλη πλευρά στριφογυρνώ,
και στη στιγμή,
στις φωτεινές γραμμές του βάθους μεταφέρομαι,
στο αστρόφως,
στ
ων ανθρώπων το νεανικό πλήθος,
γύρω από των αποτελεσμάτων το βωμό.

Απειλητικό το παρόν και απέραντο,
κριτής και εκτελεστής του χρόνου,
σαν τις τραγωδίες των αρχαίων καιρών,
τα δευτερόλεπτα παγώνει,
τις αναπνοές κάνει ορατές,
τις κινήσεις επιβραδύνει,
τους ήχους σταματά,
και τα νεανικά κορμιά στριμώχνει,
στους πίνακες των βαθμολογιών.

Μάσκες τα πρόσωπα,
με τραβηγμένους μύες,
και μάτια που το μυαλό έχουν ρουφήξει,
στου παραδείσου τις πόρτες εστιάζουν,
στους βαθμούς,
και ο χρόνος,
φυλακισμένος από την αγωνία των παιδιών σιωπά,
της χαράς τα αναφωνητά
και της απαγοήτευσης τα αναφιλητά,
την ιστορία του ανθρώπου σε μια στιγμή διαγράφουν,
ο Ιανός της ανθρώπινης φύσης,
διθύραμβος αλλά και εκατόμβη.

Η θλίψη καταπέλτης,
τα μυαλά με τα κορμιά,
στους αριθμόμορφους εφιάλτες εκσφενδονίζει,
εύκολα θύματα σκοπών,
της τίμιας εξουσίας,
με όνειρα πακεταρισμένα,
χωρίς αποστολέα και παραλήπτη,
και από την άλλη, η χαρά
τον ωκεανό της αγωνίας ηρεμεί,
τους νικητές των αριθμών,
τροπαιοφόρους,
στο κόκκινο διάδρομο τους οδηγεί,
και με σαλπιγκτές στις δυο πλευρές
στον ουρανό με εμβατήρια τους ανεβάζει.

Σε μια στιγμή μεσ’ στο σκοτάδι,
του φανταστικού η πραγματικότητα,
με κάνει και ξυπνώ,
η αγωνία της ψυχής
που με ανάγκασε στον ουρανό με τα χέρια ν’ ανεβώ
και τους εφιαλτικούς κόσμους,
με φαντασία παρανοικού αρχιτέκτονα να δημιουργώ,
παίρνει τη πραγματική μορφή της,
…..

είναι η μέρα που τα παιδιά,
στο πίνακα των βαθμολογιών,
τη ψυχή τους για λίγες στιγμές θα χάσουν
και όλοι εμείς,
που παρατηρητές τους είμαστε
από το μυστηριώδες πλοίο της ζωής,
να μη ξεχνάμε,
νικητές είναι αυτοί που το φανταστικό αληθινό το κάνουν,
το μόνο που τη χαρά και τη πίκρα ισορροπεί.

AlexMil

Οι φόβοι, τα συναισθήματα, τη προηγούμενη μέρα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων για τις πανελλήνιες, όπου η κόρη μου ήταν υποψήφια. Πήγε πολύ καλά και μπαίνει στη Αρχαιολογία στη Θεσσαλονίκη με 18.480 μονάδες