Ταξιδεύω για να προλάβω την ηχώ της ζωής μου,
με μια σφαίρα φωτεινή,
το δικαίωμα της φυγής,
της ψυχής μου η απέλπιδα προβολή,
γι αυτούς που δεν μπόρεσα να βοηθήσω.
Κυνηγημένος από της νόησης τους δαίμονες,
να ξεφύγω προσπαθώ,
προσπερνώ τους δρόμους μιας χρήσης
και σε υπόγειες γαλαρίες εισχωρώ,
από σώματα αδικημένων φτιαγμένες,
πρόσωπα αμέτρητα,
που σαν ένα μπροστά μου προβάλλουν,
μορφές διαβόλου,
που στων θεών την αδικία,
μόνο έτσι να εμφανιστούν θέλουν.
Ώρες πιο πριν,
οι κραυγές τους, απέραντος πόνος,
το μυαλό μου το μάτωσαν,
άνθρωποι στα συντρίμμια της μοίρας,
μάτια απόκοσμα της ικεσίας του φόβου αντίκρισα,
τα διαμελισμένα σώματα να συγκρατήσω
και το αίμα να σταματήσω προσπάθησα,
με μανία αρχέγονη, ανθρώπινη τιμή,
μαζί με άλλους, πολλούς,
της δικιάς μας φυλής,
των ανθρώπων.
Δεν τα καταφέραμε…
η σιωπή σαν της αρχής του κόσμου ο θόρυβος,
όλα τα κάλυψε,
η θλίψη, υγρή, απέραντη,
στου χρόνου την παγίδα κατακάθισε,
ίζημα εγκατάλειψης,
που τις ψυχές μας για πάντα διάβρωσε,
ένα παραμύθι ζωής,
παράνοια έγινε.
Τώρα,
φαντάζομαι ή βλέπω,
μέσα από των ματιών μου το πόνο,
μάγους με σάβανα,
συντεταγμένους στου δρόμου τις πλευρές,
αστέρια στα χέρια να κρατούν,
και τις σαστισμένες αιωρούμενες ψυχές,
να καθοδηγούν,
στης πίστης τη κόλαση ή το παράδεισο.
Συνεχίζω το ταξίδι της φυγής,
φοβάμαι,
απελπισμένος γι αυτά που έγιναν,
γι αυτά που θα μπορούσαν να μη γίνουν,
ψάχνω να βρω μήπως κάτι και χρωστώ
σ’ αυτόν που πρέπει να πιστεύω,
μήπως με νέο φιλοδώρημα
της ψυχής μου το πόνο μειώσω.
Ας είναι,
φόρος τιμής οι στίχοι μου ας γίνουν,
στις άγνωστες ψυχές,
στις πρώτες της αιωνιότητας στιγμές τους,
φόρος τιμής και σ’ αυτούς των τραγικών στιγμών
που με αυταπάρνηση έτρεξαν να βοηθήσουν..
Αφιερωμένο στα άγνωστα θύματα του θανατηφόρου δυστυχήματος,
αυτόπτης μάρτυς του οποίου ήμουν, λίγες μέρες πριν.
με μια σφαίρα φωτεινή,
το δικαίωμα της φυγής,
της ψυχής μου η απέλπιδα προβολή,
γι αυτούς που δεν μπόρεσα να βοηθήσω.
Κυνηγημένος από της νόησης τους δαίμονες,
να ξεφύγω προσπαθώ,
προσπερνώ τους δρόμους μιας χρήσης
και σε υπόγειες γαλαρίες εισχωρώ,
από σώματα αδικημένων φτιαγμένες,
πρόσωπα αμέτρητα,
που σαν ένα μπροστά μου προβάλλουν,
μορφές διαβόλου,
που στων θεών την αδικία,
μόνο έτσι να εμφανιστούν θέλουν.
Ώρες πιο πριν,
οι κραυγές τους, απέραντος πόνος,
το μυαλό μου το μάτωσαν,
άνθρωποι στα συντρίμμια της μοίρας,
μάτια απόκοσμα της ικεσίας του φόβου αντίκρισα,
τα διαμελισμένα σώματα να συγκρατήσω
και το αίμα να σταματήσω προσπάθησα,
με μανία αρχέγονη, ανθρώπινη τιμή,
μαζί με άλλους, πολλούς,
της δικιάς μας φυλής,
των ανθρώπων.
Δεν τα καταφέραμε…
η σιωπή σαν της αρχής του κόσμου ο θόρυβος,
όλα τα κάλυψε,
η θλίψη, υγρή, απέραντη,
στου χρόνου την παγίδα κατακάθισε,
ίζημα εγκατάλειψης,
που τις ψυχές μας για πάντα διάβρωσε,
ένα παραμύθι ζωής,
παράνοια έγινε.
Τώρα,
φαντάζομαι ή βλέπω,
μέσα από των ματιών μου το πόνο,
μάγους με σάβανα,
συντεταγμένους στου δρόμου τις πλευρές,
αστέρια στα χέρια να κρατούν,
και τις σαστισμένες αιωρούμενες ψυχές,
να καθοδηγούν,
στης πίστης τη κόλαση ή το παράδεισο.
Συνεχίζω το ταξίδι της φυγής,
φοβάμαι,
απελπισμένος γι αυτά που έγιναν,
γι αυτά που θα μπορούσαν να μη γίνουν,
ψάχνω να βρω μήπως κάτι και χρωστώ
σ’ αυτόν που πρέπει να πιστεύω,
μήπως με νέο φιλοδώρημα
της ψυχής μου το πόνο μειώσω.
Ας είναι,
φόρος τιμής οι στίχοι μου ας γίνουν,
στις άγνωστες ψυχές,
στις πρώτες της αιωνιότητας στιγμές τους,
φόρος τιμής και σ’ αυτούς των τραγικών στιγμών
που με αυταπάρνηση έτρεξαν να βοηθήσουν..
Αφιερωμένο στα άγνωστα θύματα του θανατηφόρου δυστυχήματος,
αυτόπτης μάρτυς του οποίου ήμουν, λίγες μέρες πριν.